Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

ΙΝΤΑΛΟΣ ΕΝ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑΝ

ΙΝΤΑΛΟΣ ΕΝ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑΝ
Ο άθρωπος εγέρασεν, ίντα φελά το ψέμαν,
την στράταν που βαδίζουμεν,
ο γέρος το γνωρίζουμεν,
έφτασεν εις το τέρμαν.
Γινίσκεται ανήμπορος, θέλει που άλλον σάσμαν,
σε ούλα δυσκολεύκεται,
τζι’αρκέφκει πιόν τζιαι σκέφκεται,
ίνταλος εν το πλάσμαν.
Πρώτα που πάνω στούντην γήν, μωρόν εν να περάσει,
μα της ζωής του ο σκοπός,
είναι να γίνει άδρωπος,
τζ’ύστερα να γεράσει.
Όπως τα φκιόρα είμαστην, π’ανθίζουν τζιάι μυρίζουν,
τζ’ύστερα μαρανίσκουσιν,
ππέφτουν τζιαί ξερανίσκουσιν,
στο χώμαν τζιαι σαπίζουν.
Έτσι εν τζιαι ο άθρωπος, γιενιέται πεθανίσκει,
που την ζωήν εις την σιγήν,
για πάντα πάνω στούντην γήν,
κανένας εν μεινίσκει.
Χαμπής Αχνιώτης

ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ

ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ
Την πόρταν κάποιου πλούσιου, έμελλεν να χτυπήσει,
κάποια σιηράτη μ’ορφανά, πούπρεπεν να τα ζήσει.
Λαλεί του κάτι για φαΐν! τα ορφανά να ζήσω,
τζι’ ο πλάστης είμαι σίουρη, θα σου τα πέψει πίσω.

Ο πλούσιος ο άπονος, μετά που κάποια σκέψη,
εσκέφτην με τον πόνον της, ο άφοος να παίξει.
Λαλεί της πε μου ακριβώς, το τι ζητάς να ξέρω,
τζιαι γιώνι σαν φιλεύσπλαχνος, θα πα να σου το φέρω.
Λαλεί του δώσμου να χαρείς, ότι λαλεί καρκιά σου,
τζιαι ας τα δώκει ο Θεός, πίσω εις τα παιδκιά σου.
Τζιαι έμπηκεν τζιαι ξέβηκεν, μες τα δικά του σπίδκια,
τζιαι στην σιηράτην έδωκεν, μιαν τσιάνταν με σκουπίδκια.
Τζι’ είπεν της εις τα ορφανά, τούτα εγιώ θα πέψω,
τζιαι βάοσεν την πόρταν του, τζιαι άφηκεν την έξω.
Τζιαι η σιηράτη έφυεν, με δκυο σιείλη καμένα,
τζιαι πήεν πίσω στα μωρά, με μμάδκια βουρκομένα.
Μα όμως την επαύριον, κατά το μεσομέρι,
πάλε χτυπά του πλούσιου, με το δεξίν της σιέρι.
Τζι’ ο πλούσιος αμ’ άννοιξεν, αμέσως τζιειν την ώρα,
έβαλεν μες τα σιέρκα του, μια τσιάνταν μιάλην φκιόρα.
Σαν παλαβός ο πλούσιος, την τσιάνταν του κρατά την,
τζιαι ύστερα με έκπληξην, γυρίζει τζιαι ρωτά την.
Λαλεί της εν προτάκουστον, σ’ ολόκληρην την χώρα!
Εγιώ σκουπίδκια έδωκα, τζιαι σου διάς μου φκιόρα;
Τζιαι η σιηράτη σοβαρή, επήεν πιο κοντά του,
τζιαι με σταράτην την φωνήν, αμέσως απαντά του.
Σε τουν την χώραν που λαλείς, ούλος ο κόσμος ξέρει,
οτ’ έσιει μες το σπίτιν του, καθένας μας προσφέρει.
Χαμπής Αχνιώτης

ΕΡΩΤΙΚΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ
Άμα την εία τζι΄έρεσσεν,
μα την αλήθκειαν είπουν,
θυμούμαι είπα τούντον λόν,
τι διαφέρει π΄άγγελον,
μόνον φτερά της λείπουν.

--------------
Αν πουν να την λογιάσουσιν,
τζι’έρτει μου το μαντάτον,
εν να ορμίσω έσσω τους,
ώραν των λογιασμάτων,
τζιαι τίποτε ΄ν΄ θεν να σκεφτώ,
πως αχτυπώ πλασμάτων!
---------------
Νύφην την εστολίζασιν,
Κυριακήν του γάμου,
τζι΄επήα τζιαι τραούησα,
λλία που τα δικά μου,
τζι΄άμα της είπα δκυό τριά,
έδκιωξεν την κομμώτρια,
τζιαι κλέφτηκεν μιτά μου.
----------------
Μιτά μου ήρτεν τζι΄έμεινεν,
μια μουζουρού τσιαφκίνα,
τζι΄έζιουν μες τον παράδεισον,
περίτου πόναν μήνα,
μ΄άμα μου είπεν εν να φεί,
σαν που με δάκκασεν κουφή,
τζιαι θέμα που την φίνα.
----------------
Να σιείσουσιν τα στήθη μου,
τζιαι να μου κάμουν τραύμα,
τζιαι στάξει γαίμαν στο χαρτί,
το όνομα της θα γραφτεί,
χωρίς να λείπει γράμμα.
-----------------
Εχτύπησα το σιέριν μου,
την περασμένην Πέφτην,
τζιαι οι γιατροί μου είπασιν,
για πάντα σακκατέφτιν,
όμως εγιώ εκέφτηκα,
τζιαι πήα τζι’επισκέφτηκα,
τζιείνην που μ’ερωτεύτην,
τζιαι άμα κάτσαμεν μαζίν,
έπιασα τόναν της βυζίν,
τζι’αμέσως εγιατρέφτιν.
-----------------
Άμαν πεθάνω τζιαι σκεφτείς,
νάρτεις κοντά στο πτώμα,
τζιαι δεις ότι επέθανα,
με αννοιχτόν το στόμα,
να ξέρεις έθελα να πω,
πως σ’αγαπώ ακόμα.
Χαμπής Αχνιώτης

Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Τούτ’ ιστορία πουν να πω, εν τότες πούσιεν φτώσια,
νωστά που εξεκίνησεν, το σιήλια ενιακόσια,
πούταν τα μεροκάματα, μόνον δκυο τρία γρόσια.
Έζιεν στην γην ο Παντελής, αρκοντονιομένος,
που σπούδασεν τζι’ανώτερον, άδρωπος μορφομένος,
τζι΄όπως τον ιστορούσασιν. μες τα γρουσά χωσμένος.
Να γνώριζες τα μάλια του, μάσσιαλλα του θα λάλες!
Είσιεν χωράφκια πόλικα! Περίπου σιήλιες σκάλες!
Περβόλια, λεμονόδεντρα, τζιαι καρυδκιές μεγάλες.
Εμίστοννεν ολόγρονα, πεντέξ’οχτώ αρκάτες,
για να φυτεύκουν να γιορκούν, γιαλλόου του πατάτες,
λουβκιά, φασόλια, λάχανα, βαζάνια τζιαι τομάτες.
Εσπέρναν εθερίζαν του, σιτάριν τζιαι σησάμι,
τζιαι γίνηκεν που Παντελής, Παντέλας με το νάμι,
τζιαι όσα είσιεν έθελεν, αλλότοσα να κάμει.
Πώς να πολλύνει τον ππαράν, είσιεν για μόνη σκέψη,
τζιαι για βοήθειαν φτωχός, ούτε να του κοντέψει,
γιατ’εν εδίαν κανενού, χωρίς να του δουλέψει.
Πας τον ππαράν ήταν γνωστόν, είσιεν πολλύν αμμάτιν,
τζι’ εν εβοήθαν ορφανόν, γέρονταν για σιειράτην,
ούτε ψουμίν δκιακονιτή, να δώκ’ έναν κομμάτιν.
Που την φιλαργυρίαν του, σκέφκεται κάποιαν φάση,
πουν να κοντέψει ώρα του, άρκον πον να γεράσει,
ακόμα τζιαι τον πλάστην του, να τον ηξεγελάσει.
Τζιαι ’έτσι τα πενήντα του, προτού κόμα τα κλείσει,
που τον αφέντην τον Θεόν, εσκέφτην να ζητήσει,
άμα κοντέψει ώρα του, να τον ειδοποιήσει.
Έθελεν ειδοποίησην, χρόνον για να προφτάσει,
για να γυρίσει το χωρκόν, τες γειτονιές να πιάσει,
λλία ριάλλια στους φτωχούς, να πάει να μοιράσει.
Στον άϊν Πέτρον ύστερα, κοντά του πουν να φτάσει,
τζι’εν να του πει πράξεις καλές, να του παρουσιάσει,
νάσιει να βάλει πας το Ζυν, να τον ηξεγελάσει.
Τζι’ απάντησην που τον Θεόν, έτσι σαν εκαρτέραν,
σαν ήταν μες το σπίτιν του, μόνος του μιαν ημέραν,
εφάνην τ’άκουσεν φωνήν, από το υπερπέραν.
Ο πλάστης σου σε άκουσεν, τζι’εν θα το αμελήσει,
άμα κοντέψει ώρα σου, ο κύκλος σου να κλείσει,
νάσαι Παντέλα σίουρος, θα σε ειδοποιήσει.
Άνενοιας πιον ο Παντελής, χωρίς να λοαρκάζει,
τα χρόνια που περνούσασιν, με κάθετε με πνάζει,
τζι’είσιεν για μόνην του χαράν, τες λίρες που στοιβάζει.
Ποττέ του δεν εσκέφτηκεν, πως η ζωή εν ψέμα,
τζι’ άμα εγιούταν έκαμνεν, τον τοκογλύφον θέμα,
τζιαι τους φτωχούς του χωρκανούς, ερούφαν τους το γαίμα.
Τα χρόνια επεράσασιν, παστούνιν εχρειάστην,
ποιον το κορμίν εζάοσεν, η μέση του επιάστιν,
τζιέν ήρτεν ειδοποίηση, ακόμα που τον πλάστην.
Το φως του πιον ελλίανεν, βάλλει αμματογιάλια,
τζιαι δεν θωρεί ο γέρημος τα μαύρα του τα χάλια,
τζιαι κόμα βασανίζεται, να κάμει τζι’άλλα μάλια.
Έκαμνεν ώρες κάμποσες, σαν γέρος μες το στρώμα,
επάστηνεν τζιαι χάθηκεν, που πάνω του το χρώμα,
τζι’εν ήρτεν ειδοποίηση που τον Θεόν ακόμα.
Ώσπου μιαν νύχταν πούππεσεν, άρρωστος με την βράστη,
ξάφνου εφάνην άγγελος, που θέμα εβιάστη,
τζιαι πήρεν τον στους ουρανούς, κατ’ εντολήν του πλάστη.
Τζι’ο άϊς Πέτρος τζιαχαμέ, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
εφτείς εκούρτησεν το ζυν, έτοιμος για να πιάσει,
ούλες τες πράξεις πούκαμεν, να του τες ηζυάσει.
Μαν έπιαν ειδοποίησην, να κάμει το καλόν του,
τζιαι με θυμόν εσκέφτηκεν, το πονηρόν μυαλόν του,
ως τζιαι ο πλάστης ο Θεός, πιον εν κρατά τον λον του!
Άγιε Πέτρο είπεν του, εν τόρπιζα ποττέ μου!
Κάποιαν προηδοποίησην, εμέν ετάξετέ μου!
Νομίζω εξιάσετε, η εγελάσετέ μου!
Ο άϊς Πέτρος σκεφτικός, σούζει την τζιεφαλήν του!
Ξέρω ειδοποιήθηκες γυρίζει τζιαι λαλεί του,
περίπου τέσσερις φορές, αμμέννεν τζιαι περίτου.
Μεν λαλείς εν κρατά τον λον, ο πλάστης ο Θεός σου!
Τα δόνκια σου εππέσασιν, εχάθηκεν το φως σου,
τα φκια σου εκουφάνασιν, μα που να δεις ομπρός σου!
Εν είσιες φως πιον να θωρείς, το φως καμιάς ημέρας,
εκούτσανες, επάστινες έπερνε σ’ο αέρας,
τι άλλην ειδοποίησην, Παντέλα εκαρτέρας;
Στην κόλασιν ταιρκάζει σου, να πα να μαρτυρήσεις,
τζιαι να θυμάσαι ο Θεός, άμαν εν να ξυπνήσεις,
πως δεν είναι υπόχρεος, να πέμπει ειδοποιήσεις.
Τζιαι ξαφνικά εξύπνησεν, χωσμένος μες το δρώμα!
Τα πόδκια τζιαι τα σιέρκα του, ετρέμασιν ακόμα,
μα γλήορα ηρέμησεν, τζιαι ξέβην που το στρώμα.
Έπιασεν τα ριάλια του, πούταν πολλές σιλιάες,
τζι’άπού τα γύρο τα χωρκά, εκάλεσεν παπάες,
τζιαι έδωκεν ως το κουτσιήν, ούλλους του τους ππαράες.
Τζιαι είπεν τους ορκίζω σας, σε ότι αγαπάτε,
χτίστε που μεν μιαν Εκκλησιάν! Τ’άλλα λεφτά κρατάτε,
φτωχούς, σιειράτες τζι’ορφανά, νάσιετε να διάτε.
Εγείνην άλλος άθρωπος, τζι’εν θα ξαναγοράσει,
ούτε χωράφκια, με φτωχού, εν να ξαναγελάσει,
τζιαι ένιωσεν εν έτοιμος, να πάει να ζυάσει!
Χαμπής Αχνιώτης

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Ιστορία : Δυο Νεαροί προς τον Χαράλαμπο Αζινα-Μερος 2

Ο Χαράλαμπος Αζινας δούλευε στα μεταλλέια της Καλαβασού και καθώς εργαζόταν του επεσε το παντελόνι.

Δύο νεαροί της εποχής για να τον πειράξουν του είπαν

-(Δυο Νεαροί) Αζινα  το παντελόνι σου εν κατω που τ αφάλιν, ποιοί σου το κατεβάσα;

-(Αζινας) Θκιο κοπελλουθκια σαν τσιε εσας με φενεται ηταν πουστιες τσιε εκαλοπερασαν.

Εκ στοματος Φίλου Χαράλαμπου Αζινα

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Το συγγενολόιν μου

Εγιώ 'μαι γιος του χωραφκιού, της μάνας γης αγγόνιν,
είμαι αρφός της μοσσιλιάς
αρφός τζαι της πορτοκκαλιάς
τζι' ανήψιν με το σιόνιν.
Αρφότεγνος του αλωνιού
βαφτιστικός του τραχωνιού
καλαερφός του τρυονιού
πρώτος κουμπάρος τ' αηδονιού
ανιωτός του κοφινιού
τζαι παρπατούν οι γρόνοι.
Τωρά θαρκούμ' εμάθαν με τζαι όσοι εν με ξέραν
εμέν τουτ' εν η ράτσα μου τζι' έχω την για μανιέραν

Μιχαλης Χατζιμηχαηλ