Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΠΡΩΤΟΚΟΥΜΕΡΑ

Η ΠΡΩΤΟΚΟΥΜΕΡΑ
Σε έναν φίλον πούκαμα, πούμουν τζιαι γιώ φαντάρος,
που τότες εις τον πόλεμον, έδειξεν τόσον θάρρος,
επήα που παντρεύκετουν, να μπώ πρωτοκουμπάρος.
Τζι΄έμπηκα μες την Εκλησιάν, εις την Αγίαν Ζώνη,
τζιαμέ εν που παντρεύκασιν, τον φίλον τον Αντώνη,
τζιαι δίπλα που τ΄αντρόυνον, εστάθηκα τζιαι γιώνη.
Μάν θα ξιάσω ως που ζιώ, εγιώ τζιείν την ημέραν,
που άμα ήρτεν η στιγμή, ν΄αλλάξουμεντε βέραν,
εκαρτζιηλατιστήκαμεν, με την πρωτοκουμέραν.
Τ΄αθασωτά τα μμάδκια της, πάνω μου που δικλείσαν,
αμέσως εκατάλαβα, ότι με υπνωτήσαν,
τζι΄ένωσα τζιαι τα μέλη μου, εφτύς που παραλύσαν.
Ήταν ψηλή μελαχρινή, αντζιελοκαμωμένη,
πραγματικά πεντάμορφη, τζιαι ψηλοκοπημένη,
πούν είσιεν έτσι ομορκιάν, της Τροίας η Ελένη.
Μετά τα στεφανώματα, θυμούμαι το ακόμα,
έφυα ολοτζιήτρινος, χωρίς καθόλου χρώμα,
τζι΄έφτασα εις το σπίτι μου, χωσμένος μες το δρώμα.
Ο νούς μου κόμα γύριζεν, όπως το αλακάτιν,
τζι΄αφόν αισθάνουμουν καλά, έππεσα στο κρεβάτιν,
παρόλον πούταν γλήορα, μα που να κλείσ΄αμμάτιν.
Τ΄όρομαν πού'ζιουν όξυπνος, αξέχαστον θα μείνει,
γιατί εθώρουν την τζιαμέ, γεμάτην καλοσύνη,
να με φιλά τζιαι να λαλεί, πως μ΄αγαπά τζιαι τζιείνη.
Τζι΄άμαν η νύχτα πέρασεν, πρωΐν-πρωΐν Δευτέραν,
επήα εις τ΄αντρόυνον, τούτους που την εξέραν,
να με πληροφορήσουσιν, για την πρωτοκουμέραν.
Λαλώ αφόν κουμέρα τους, θα ξέρουν να μου πούσιν,
εν χωρκατού, πολίτισσα, είνταν που την λαλούσιν,
ποιούς εν που έσιει για γονιούς, που εν που κατοικούσιν!
Είπα τους ότι έθελα, να πά να τους γνωρίσω,
να πά νάβρω το σπίτιν τους, την πόρταν να χτυπήσω,
το σιέριν της πεντάμορφης, για να τους το ζητήσω.
Μαμ΄άκουσα τα λόγια τους, έμελλεν να βοβώσω,
εγίνηκα ανήμπορος, βελόνιν να σηκώσω,
τζι΄αν μου καχίσκαν μασιαιρκάν, εν ήταν να την νώσω.
Είπαν μου την κουμέραν τους, πως την λαλούν Ελένη,
πως οι γονιοί της σήμμερα, τζι΄οι δκυό εν πεθαμμένοι,
τζι΄εχτός που τούτον ξίαστην, γιατί εν παντρεμένη.
Χαμπής Αχνιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου