Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ

ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ
Την πόρταν κάποιου πλούσιου, έμελλεν να χτυπήσει,
κάποια σιηράτη μ’ορφανά, πούπρεπεν να τα ζήσει.
Λαλεί του κάτι για φαΐν! τα ορφανά να ζήσω,
τζι’ ο πλάστης είμαι σίουρη, θα σου τα πέψει πίσω.

Ο πλούσιος ο άπονος, μετά που κάποια σκέψη,
εσκέφτην με τον πόνον της, ο άφοος να παίξει.
Λαλεί της πε μου ακριβώς, το τι ζητάς να ξέρω,
τζιαι γιώνι σαν φιλεύσπλαχνος, θα πα να σου το φέρω.
Λαλεί του δώσμου να χαρείς, ότι λαλεί καρκιά σου,
τζιαι ας τα δώκει ο Θεός, πίσω εις τα παιδκιά σου.
Τζιαι έμπηκεν τζιαι ξέβηκεν, μες τα δικά του σπίδκια,
τζιαι στην σιηράτην έδωκεν, μιαν τσιάνταν με σκουπίδκια.
Τζι’ είπεν της εις τα ορφανά, τούτα εγιώ θα πέψω,
τζιαι βάοσεν την πόρταν του, τζιαι άφηκεν την έξω.
Τζιαι η σιηράτη έφυεν, με δκυο σιείλη καμένα,
τζιαι πήεν πίσω στα μωρά, με μμάδκια βουρκομένα.
Μα όμως την επαύριον, κατά το μεσομέρι,
πάλε χτυπά του πλούσιου, με το δεξίν της σιέρι.
Τζι’ ο πλούσιος αμ’ άννοιξεν, αμέσως τζιειν την ώρα,
έβαλεν μες τα σιέρκα του, μια τσιάνταν μιάλην φκιόρα.
Σαν παλαβός ο πλούσιος, την τσιάνταν του κρατά την,
τζιαι ύστερα με έκπληξην, γυρίζει τζιαι ρωτά την.
Λαλεί της εν προτάκουστον, σ’ ολόκληρην την χώρα!
Εγιώ σκουπίδκια έδωκα, τζιαι σου διάς μου φκιόρα;
Τζιαι η σιηράτη σοβαρή, επήεν πιο κοντά του,
τζιαι με σταράτην την φωνήν, αμέσως απαντά του.
Σε τουν την χώραν που λαλείς, ούλος ο κόσμος ξέρει,
οτ’ έσιει μες το σπίτιν του, καθένας μας προσφέρει.
Χαμπής Αχνιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου