Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Τούτ’ ιστορία πουν να πω, εν τότες πούσιεν φτώσια,
νωστά που εξεκίνησεν, το σιήλια ενιακόσια,
πούταν τα μεροκάματα, μόνον δκυο τρία γρόσια.
Έζιεν στην γην ο Παντελής, αρκοντονιομένος,
που σπούδασεν τζι’ανώτερον, άδρωπος μορφομένος,
τζι΄όπως τον ιστορούσασιν. μες τα γρουσά χωσμένος.
Να γνώριζες τα μάλια του, μάσσιαλλα του θα λάλες!
Είσιεν χωράφκια πόλικα! Περίπου σιήλιες σκάλες!
Περβόλια, λεμονόδεντρα, τζιαι καρυδκιές μεγάλες.
Εμίστοννεν ολόγρονα, πεντέξ’οχτώ αρκάτες,
για να φυτεύκουν να γιορκούν, γιαλλόου του πατάτες,
λουβκιά, φασόλια, λάχανα, βαζάνια τζιαι τομάτες.
Εσπέρναν εθερίζαν του, σιτάριν τζιαι σησάμι,
τζιαι γίνηκεν που Παντελής, Παντέλας με το νάμι,
τζιαι όσα είσιεν έθελεν, αλλότοσα να κάμει.
Πώς να πολλύνει τον ππαράν, είσιεν για μόνη σκέψη,
τζιαι για βοήθειαν φτωχός, ούτε να του κοντέψει,
γιατ’εν εδίαν κανενού, χωρίς να του δουλέψει.
Πας τον ππαράν ήταν γνωστόν, είσιεν πολλύν αμμάτιν,
τζι’ εν εβοήθαν ορφανόν, γέρονταν για σιειράτην,
ούτε ψουμίν δκιακονιτή, να δώκ’ έναν κομμάτιν.
Που την φιλαργυρίαν του, σκέφκεται κάποιαν φάση,
πουν να κοντέψει ώρα του, άρκον πον να γεράσει,
ακόμα τζιαι τον πλάστην του, να τον ηξεγελάσει.
Τζιαι ’έτσι τα πενήντα του, προτού κόμα τα κλείσει,
που τον αφέντην τον Θεόν, εσκέφτην να ζητήσει,
άμα κοντέψει ώρα του, να τον ειδοποιήσει.
Έθελεν ειδοποίησην, χρόνον για να προφτάσει,
για να γυρίσει το χωρκόν, τες γειτονιές να πιάσει,
λλία ριάλλια στους φτωχούς, να πάει να μοιράσει.
Στον άϊν Πέτρον ύστερα, κοντά του πουν να φτάσει,
τζι’εν να του πει πράξεις καλές, να του παρουσιάσει,
νάσιει να βάλει πας το Ζυν, να τον ηξεγελάσει.
Τζι’ απάντησην που τον Θεόν, έτσι σαν εκαρτέραν,
σαν ήταν μες το σπίτιν του, μόνος του μιαν ημέραν,
εφάνην τ’άκουσεν φωνήν, από το υπερπέραν.
Ο πλάστης σου σε άκουσεν, τζι’εν θα το αμελήσει,
άμα κοντέψει ώρα σου, ο κύκλος σου να κλείσει,
νάσαι Παντέλα σίουρος, θα σε ειδοποιήσει.
Άνενοιας πιον ο Παντελής, χωρίς να λοαρκάζει,
τα χρόνια που περνούσασιν, με κάθετε με πνάζει,
τζι’είσιεν για μόνην του χαράν, τες λίρες που στοιβάζει.
Ποττέ του δεν εσκέφτηκεν, πως η ζωή εν ψέμα,
τζι’ άμα εγιούταν έκαμνεν, τον τοκογλύφον θέμα,
τζιαι τους φτωχούς του χωρκανούς, ερούφαν τους το γαίμα.
Τα χρόνια επεράσασιν, παστούνιν εχρειάστην,
ποιον το κορμίν εζάοσεν, η μέση του επιάστιν,
τζιέν ήρτεν ειδοποίηση, ακόμα που τον πλάστην.
Το φως του πιον ελλίανεν, βάλλει αμματογιάλια,
τζιαι δεν θωρεί ο γέρημος τα μαύρα του τα χάλια,
τζιαι κόμα βασανίζεται, να κάμει τζι’άλλα μάλια.
Έκαμνεν ώρες κάμποσες, σαν γέρος μες το στρώμα,
επάστηνεν τζιαι χάθηκεν, που πάνω του το χρώμα,
τζι’εν ήρτεν ειδοποίηση που τον Θεόν ακόμα.
Ώσπου μιαν νύχταν πούππεσεν, άρρωστος με την βράστη,
ξάφνου εφάνην άγγελος, που θέμα εβιάστη,
τζιαι πήρεν τον στους ουρανούς, κατ’ εντολήν του πλάστη.
Τζι’ο άϊς Πέτρος τζιαχαμέ, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
εφτείς εκούρτησεν το ζυν, έτοιμος για να πιάσει,
ούλες τες πράξεις πούκαμεν, να του τες ηζυάσει.
Μαν έπιαν ειδοποίησην, να κάμει το καλόν του,
τζιαι με θυμόν εσκέφτηκεν, το πονηρόν μυαλόν του,
ως τζιαι ο πλάστης ο Θεός, πιον εν κρατά τον λον του!
Άγιε Πέτρο είπεν του, εν τόρπιζα ποττέ μου!
Κάποιαν προηδοποίησην, εμέν ετάξετέ μου!
Νομίζω εξιάσετε, η εγελάσετέ μου!
Ο άϊς Πέτρος σκεφτικός, σούζει την τζιεφαλήν του!
Ξέρω ειδοποιήθηκες γυρίζει τζιαι λαλεί του,
περίπου τέσσερις φορές, αμμέννεν τζιαι περίτου.
Μεν λαλείς εν κρατά τον λον, ο πλάστης ο Θεός σου!
Τα δόνκια σου εππέσασιν, εχάθηκεν το φως σου,
τα φκια σου εκουφάνασιν, μα που να δεις ομπρός σου!
Εν είσιες φως πιον να θωρείς, το φως καμιάς ημέρας,
εκούτσανες, επάστινες έπερνε σ’ο αέρας,
τι άλλην ειδοποίησην, Παντέλα εκαρτέρας;
Στην κόλασιν ταιρκάζει σου, να πα να μαρτυρήσεις,
τζιαι να θυμάσαι ο Θεός, άμαν εν να ξυπνήσεις,
πως δεν είναι υπόχρεος, να πέμπει ειδοποιήσεις.
Τζιαι ξαφνικά εξύπνησεν, χωσμένος μες το δρώμα!
Τα πόδκια τζιαι τα σιέρκα του, ετρέμασιν ακόμα,
μα γλήορα ηρέμησεν, τζιαι ξέβην που το στρώμα.
Έπιασεν τα ριάλια του, πούταν πολλές σιλιάες,
τζι’άπού τα γύρο τα χωρκά, εκάλεσεν παπάες,
τζιαι έδωκεν ως το κουτσιήν, ούλλους του τους ππαράες.
Τζιαι είπεν τους ορκίζω σας, σε ότι αγαπάτε,
χτίστε που μεν μιαν Εκκλησιάν! Τ’άλλα λεφτά κρατάτε,
φτωχούς, σιειράτες τζι’ορφανά, νάσιετε να διάτε.
Εγείνην άλλος άθρωπος, τζι’εν θα ξαναγοράσει,
ούτε χωράφκια, με φτωχού, εν να ξαναγελάσει,
τζιαι ένιωσεν εν έτοιμος, να πάει να ζυάσει!
Χαμπής Αχνιώτης
Τούτ’ ιστορία πουν να πω, εν τότες πούσιεν φτώσια,
νωστά που εξεκίνησεν, το σιήλια ενιακόσια,
πούταν τα μεροκάματα, μόνον δκυο τρία γρόσια.
Έζιεν στην γην ο Παντελής, αρκοντονιομένος,
που σπούδασεν τζι’ανώτερον, άδρωπος μορφομένος,
τζι΄όπως τον ιστορούσασιν. μες τα γρουσά χωσμένος.
Να γνώριζες τα μάλια του, μάσσιαλλα του θα λάλες!
Είσιεν χωράφκια πόλικα! Περίπου σιήλιες σκάλες!
Περβόλια, λεμονόδεντρα, τζιαι καρυδκιές μεγάλες.
Εμίστοννεν ολόγρονα, πεντέξ’οχτώ αρκάτες,
για να φυτεύκουν να γιορκούν, γιαλλόου του πατάτες,
λουβκιά, φασόλια, λάχανα, βαζάνια τζιαι τομάτες.
Εσπέρναν εθερίζαν του, σιτάριν τζιαι σησάμι,
τζιαι γίνηκεν που Παντελής, Παντέλας με το νάμι,
τζιαι όσα είσιεν έθελεν, αλλότοσα να κάμει.
Πώς να πολλύνει τον ππαράν, είσιεν για μόνη σκέψη,
τζιαι για βοήθειαν φτωχός, ούτε να του κοντέψει,
γιατ’εν εδίαν κανενού, χωρίς να του δουλέψει.
Πας τον ππαράν ήταν γνωστόν, είσιεν πολλύν αμμάτιν,
τζι’ εν εβοήθαν ορφανόν, γέρονταν για σιειράτην,
ούτε ψουμίν δκιακονιτή, να δώκ’ έναν κομμάτιν.
Που την φιλαργυρίαν του, σκέφκεται κάποιαν φάση,
πουν να κοντέψει ώρα του, άρκον πον να γεράσει,
ακόμα τζιαι τον πλάστην του, να τον ηξεγελάσει.
Τζιαι ’έτσι τα πενήντα του, προτού κόμα τα κλείσει,
που τον αφέντην τον Θεόν, εσκέφτην να ζητήσει,
άμα κοντέψει ώρα του, να τον ειδοποιήσει.
Έθελεν ειδοποίησην, χρόνον για να προφτάσει,
για να γυρίσει το χωρκόν, τες γειτονιές να πιάσει,
λλία ριάλλια στους φτωχούς, να πάει να μοιράσει.
Στον άϊν Πέτρον ύστερα, κοντά του πουν να φτάσει,
τζι’εν να του πει πράξεις καλές, να του παρουσιάσει,
νάσιει να βάλει πας το Ζυν, να τον ηξεγελάσει.
Τζι’ απάντησην που τον Θεόν, έτσι σαν εκαρτέραν,
σαν ήταν μες το σπίτιν του, μόνος του μιαν ημέραν,
εφάνην τ’άκουσεν φωνήν, από το υπερπέραν.
Ο πλάστης σου σε άκουσεν, τζι’εν θα το αμελήσει,
άμα κοντέψει ώρα σου, ο κύκλος σου να κλείσει,
νάσαι Παντέλα σίουρος, θα σε ειδοποιήσει.
Άνενοιας πιον ο Παντελής, χωρίς να λοαρκάζει,
τα χρόνια που περνούσασιν, με κάθετε με πνάζει,
τζι’είσιεν για μόνην του χαράν, τες λίρες που στοιβάζει.
Ποττέ του δεν εσκέφτηκεν, πως η ζωή εν ψέμα,
τζι’ άμα εγιούταν έκαμνεν, τον τοκογλύφον θέμα,
τζιαι τους φτωχούς του χωρκανούς, ερούφαν τους το γαίμα.
Τα χρόνια επεράσασιν, παστούνιν εχρειάστην,
ποιον το κορμίν εζάοσεν, η μέση του επιάστιν,
τζιέν ήρτεν ειδοποίηση, ακόμα που τον πλάστην.
Το φως του πιον ελλίανεν, βάλλει αμματογιάλια,
τζιαι δεν θωρεί ο γέρημος τα μαύρα του τα χάλια,
τζιαι κόμα βασανίζεται, να κάμει τζι’άλλα μάλια.
Έκαμνεν ώρες κάμποσες, σαν γέρος μες το στρώμα,
επάστηνεν τζιαι χάθηκεν, που πάνω του το χρώμα,
τζι’εν ήρτεν ειδοποίηση που τον Θεόν ακόμα.
Ώσπου μιαν νύχταν πούππεσεν, άρρωστος με την βράστη,
ξάφνου εφάνην άγγελος, που θέμα εβιάστη,
τζιαι πήρεν τον στους ουρανούς, κατ’ εντολήν του πλάστη.
Τζι’ο άϊς Πέτρος τζιαχαμέ, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
εφτείς εκούρτησεν το ζυν, έτοιμος για να πιάσει,
ούλες τες πράξεις πούκαμεν, να του τες ηζυάσει.
Μαν έπιαν ειδοποίησην, να κάμει το καλόν του,
τζιαι με θυμόν εσκέφτηκεν, το πονηρόν μυαλόν του,
ως τζιαι ο πλάστης ο Θεός, πιον εν κρατά τον λον του!
Άγιε Πέτρο είπεν του, εν τόρπιζα ποττέ μου!
Κάποιαν προηδοποίησην, εμέν ετάξετέ μου!
Νομίζω εξιάσετε, η εγελάσετέ μου!
Ο άϊς Πέτρος σκεφτικός, σούζει την τζιεφαλήν του!
Ξέρω ειδοποιήθηκες γυρίζει τζιαι λαλεί του,
περίπου τέσσερις φορές, αμμέννεν τζιαι περίτου.
Μεν λαλείς εν κρατά τον λον, ο πλάστης ο Θεός σου!
Τα δόνκια σου εππέσασιν, εχάθηκεν το φως σου,
τα φκια σου εκουφάνασιν, μα που να δεις ομπρός σου!
Εν είσιες φως πιον να θωρείς, το φως καμιάς ημέρας,
εκούτσανες, επάστινες έπερνε σ’ο αέρας,
τι άλλην ειδοποίησην, Παντέλα εκαρτέρας;
Στην κόλασιν ταιρκάζει σου, να πα να μαρτυρήσεις,
τζιαι να θυμάσαι ο Θεός, άμαν εν να ξυπνήσεις,
πως δεν είναι υπόχρεος, να πέμπει ειδοποιήσεις.
Τζιαι ξαφνικά εξύπνησεν, χωσμένος μες το δρώμα!
Τα πόδκια τζιαι τα σιέρκα του, ετρέμασιν ακόμα,
μα γλήορα ηρέμησεν, τζιαι ξέβην που το στρώμα.
Έπιασεν τα ριάλια του, πούταν πολλές σιλιάες,
τζι’άπού τα γύρο τα χωρκά, εκάλεσεν παπάες,
τζιαι έδωκεν ως το κουτσιήν, ούλλους του τους ππαράες.
Τζιαι είπεν τους ορκίζω σας, σε ότι αγαπάτε,
χτίστε που μεν μιαν Εκκλησιάν! Τ’άλλα λεφτά κρατάτε,
φτωχούς, σιειράτες τζι’ορφανά, νάσιετε να διάτε.
Εγείνην άλλος άθρωπος, τζι’εν θα ξαναγοράσει,
ούτε χωράφκια, με φτωχού, εν να ξαναγελάσει,
τζιαι ένιωσεν εν έτοιμος, να πάει να ζυάσει!
Χαμπής Αχνιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου