Ο ΑΣΩΤΟΣ
Ο Κωσταντής εξόδκιαζεν, αλύπητα ριάλια,
τζι’ έρκετουν έσσω πρωινά,
γιατ’ ήτουν γιος του Αντωνά,
με τα πολλά τα μάλια.
Μαν τζι’ήτουν έτσι πάντα του! Που νεπαμόν να δώσει!
Εις τα χωράφκια μάσιετουν, μέχρι που να νυχτώσει!
Ύστερα εν που τούδοξεν,
με την παρέαν πούμπλεξεν
τζιαι πήαιννεν Βαρώσι.
Ο Αντωνας ποφάσισεν, ούλα να του τ’αφήσει,
σπίδκια χωράφκια δηλαδή,
γιατ’εν είσιεν άλλον παιδί,
να τα κληρονομήσει.
Μαν είσιεν νουν ο Κωσταντής, πιον για να τα δουλέψει,
τα έξοα του να μετρά,
να πιάσει τράχτα τζι’ άλετρα,
να σκάψει να φυτέψει.
Τζιαι λάλεν του ο γέρος του, μ’ έτσι μυαλά που πάεις,
όσα εγιώ επρόκαμα,
εις την ζωήν μου τζι’ έκαμα,
εσού εν να τα φάεις.
Ο Κωσταντής που να κροστεί, όπου νάην τον χάσεις,
ήταν στο ζάριν στα χαρκιά,
η με τες πόρνες συντροφκιά,
εις τες διασκεδάσεις.
Την ίσιαν στράταν άφηκεν, έπιασεν μονοπάδκια!
Στον βούρκον πιον ετζιύλησεν,
Τζιαι τ’ άσιημον αρκήνησεν,
τζιαι πούλαν τζιαι χωράφκια.
Έκαμνεν μήνες κάποτε, έσσω του να πατήσει,
τζιαι τζιείνον άμα χρειαστεί,
νάβρει ξανά αγοραστή,
χωράφιν να πουλήσει.
Όσπου θωρεί ο Αντωνάς, τον γιον του πως τον χάννει,
τζι’ αφόν είσιεν άλλα παιδκιά,
εχτύπησεν του στην καρκιά,
τζι’ έξερεν θα πεθάνει.
Τζιαι μιαν ημέραν σκεφτικός, μες την αυλήν σαν ήτου,
κάτω που μιαν γεροελιάν
που τούκοφκεν την αντηλιάν,
γυρίζει τζιαι λαλεί του.
Ρε κωσταντή εξόκειλες, παραχωρκού τζιοιμάσε!
Έλα δαμαί πουν η ελιά,
τζι’ έχω σου μιαν παραντζιελιά,
που θέλω να θυμάσαι.
Άκουσε γιε μου να χαρείς, τα λόγια μο’ ναν ένα!
Κάποτε θάρτει ο τζιαιρός
νάσαι φτωχός τζι’ απένταρος,
μα νναν αργά για σένα.
Θά μείνεις τέλια γέρημος, μες τούντην Κοινωνίαν,
τζιαι τότες ξέρω το εφτείς,
γιε μου πως ότι θα σκεφτείς,
τζιαι την αυτοχτονίαν.
Τότες να με αθθυμηθείς, κάμε μου τούντην χάρη,
τζι’ έλα ξανά εις το χωρκόν,
στο σπίτι σου το πατρικόν,
τζι’ έμπα στο σιελονάρι.
Τζι’ έτσι για νάσιεις νάκκον φως, έναν φανάριν άψε,
προχώρα προς τ’αριστερά,
τέσσερα πόδκια καθαρά,
τζιαι πιάσε κούσπον σκάψε.
Κάπου δκυο πόδκια το πολλύν, να σκάψεις ούλλα – ούλλα,
τζιαι πιον σταμάτα τζιαι κανεί,
θάβρεις τζιαμέ έναν σιοινί,
μέσα σε μιαν σακκούλλα.
Πιάστο τζιαι έλα στην αυλήν, τζιαι τότες ετοιμάστου,
δίσε το πάνω στην ελιάν,
τζι’ ύστερα βάλε την θηλιάν,
τζιαι ππέσε τζιαι κρεμμάστου.
Ο Κωσταντής που τ’άκουσεν, αρκίνησεν τα γέλια,
τζι’ αφού καλά εγέλασεν,
είπεν του πως εγέρασεν,
τζιαι έχασεν τον τέλεια.
Την επομένην ακριβώς, δείλις τζιαι μέραν πέφτη,
προς στο ξωπόρτιν του σπιδκιού,
με τον καμόν τούντου παιδκιού,
ο Αντωνάς ιππέφτει.
Με τον καμόν του Κωσταντή, του άσωτου του γιού του,
που τόσον τον αψήφησεν,
έππεσεν τζιαι ξεψύσιησεν,
αππόξω του σπιδκιού του.
Τα χρόνια επεράσασιν, τζιαι τάφερεν η μοίρα,
του Κωσταντή του πλούσιου, που κράταν τόσην λίρα,
να λείψουν τα χωράφκια του,
ναννοίξουσιν τα μμάδκια του,
μαν είσιεν πιον μπακκίρα.
Ήρταν τα λόγια τ’Αντωνά, που τούδωκεν την λύση,
σε έτσι θέσην αν βρεθεί,
τζι’αφόσον καταχρεωθεί,
να πα ν’αυτοκτονήσει.
Ισιώννει πάει στο χωρκόν, μπαίννει στο σιελονάρι,
μετρά τες τέσσερις παδκιές, τζιαι τότες μ’έναν φτζιάρι,
σκάφτει για νάβρει το σιοινί,
με τζιείνον πουταν να γινεί,
του γέρου του η χάρη.
Τζιαι όπως σκάφτει ο Κωσταντής, αμέσως παλαβόννει,
γιατί τον λούκκον σαν αννεί,
αντί σακκούλλα να φανεί,
εφάνικεν κασόνι!
Μέ έκπληξην τα μμάδκια του, εμείναν τζιαι θωρούσαν,
λίρες γερές μα τζιαι μισές,
τζιαι ήταν ούλες τους χρυσές,
που ελαμποκοπούσαν.
Μες τούντες λίρες τες χρυσές, είσιεν τζιαι ένα γράμμα!
Στα σιέρκα του το έπιασεν,
τζιαι άμα το εδκιέβασεν,
ελούθηκεν το κλάμα.
Ο Αντωνάς του έγραφεν, ρε Κωσταντή σταμάτα!
Τωρά που μετανόησες,
γιόκκα μου καλοσόρισες,
πίσω στην ίσιαν στράτα.
Χαμπής Αχνιώτης
Ο Κωσταντής εξόδκιαζεν, αλύπητα ριάλια,
τζι’ έρκετουν έσσω πρωινά,
γιατ’ ήτουν γιος του Αντωνά,
με τα πολλά τα μάλια.
Μαν τζι’ήτουν έτσι πάντα του! Που νεπαμόν να δώσει!
Εις τα χωράφκια μάσιετουν, μέχρι που να νυχτώσει!
Ύστερα εν που τούδοξεν,
με την παρέαν πούμπλεξεν
τζιαι πήαιννεν Βαρώσι.
Ο Αντωνας ποφάσισεν, ούλα να του τ’αφήσει,
σπίδκια χωράφκια δηλαδή,
γιατ’εν είσιεν άλλον παιδί,
να τα κληρονομήσει.
Μαν είσιεν νουν ο Κωσταντής, πιον για να τα δουλέψει,
τα έξοα του να μετρά,
να πιάσει τράχτα τζι’ άλετρα,
να σκάψει να φυτέψει.
Τζιαι λάλεν του ο γέρος του, μ’ έτσι μυαλά που πάεις,
όσα εγιώ επρόκαμα,
εις την ζωήν μου τζι’ έκαμα,
εσού εν να τα φάεις.
Ο Κωσταντής που να κροστεί, όπου νάην τον χάσεις,
ήταν στο ζάριν στα χαρκιά,
η με τες πόρνες συντροφκιά,
εις τες διασκεδάσεις.
Την ίσιαν στράταν άφηκεν, έπιασεν μονοπάδκια!
Στον βούρκον πιον ετζιύλησεν,
Τζιαι τ’ άσιημον αρκήνησεν,
τζιαι πούλαν τζιαι χωράφκια.
Έκαμνεν μήνες κάποτε, έσσω του να πατήσει,
τζιαι τζιείνον άμα χρειαστεί,
νάβρει ξανά αγοραστή,
χωράφιν να πουλήσει.
Όσπου θωρεί ο Αντωνάς, τον γιον του πως τον χάννει,
τζι’ αφόν είσιεν άλλα παιδκιά,
εχτύπησεν του στην καρκιά,
τζι’ έξερεν θα πεθάνει.
Τζιαι μιαν ημέραν σκεφτικός, μες την αυλήν σαν ήτου,
κάτω που μιαν γεροελιάν
που τούκοφκεν την αντηλιάν,
γυρίζει τζιαι λαλεί του.
Ρε κωσταντή εξόκειλες, παραχωρκού τζιοιμάσε!
Έλα δαμαί πουν η ελιά,
τζι’ έχω σου μιαν παραντζιελιά,
που θέλω να θυμάσαι.
Άκουσε γιε μου να χαρείς, τα λόγια μο’ ναν ένα!
Κάποτε θάρτει ο τζιαιρός
νάσαι φτωχός τζι’ απένταρος,
μα νναν αργά για σένα.
Θά μείνεις τέλια γέρημος, μες τούντην Κοινωνίαν,
τζιαι τότες ξέρω το εφτείς,
γιε μου πως ότι θα σκεφτείς,
τζιαι την αυτοχτονίαν.
Τότες να με αθθυμηθείς, κάμε μου τούντην χάρη,
τζι’ έλα ξανά εις το χωρκόν,
στο σπίτι σου το πατρικόν,
τζι’ έμπα στο σιελονάρι.
Τζι’ έτσι για νάσιεις νάκκον φως, έναν φανάριν άψε,
προχώρα προς τ’αριστερά,
τέσσερα πόδκια καθαρά,
τζιαι πιάσε κούσπον σκάψε.
Κάπου δκυο πόδκια το πολλύν, να σκάψεις ούλλα – ούλλα,
τζιαι πιον σταμάτα τζιαι κανεί,
θάβρεις τζιαμέ έναν σιοινί,
μέσα σε μιαν σακκούλλα.
Πιάστο τζιαι έλα στην αυλήν, τζιαι τότες ετοιμάστου,
δίσε το πάνω στην ελιάν,
τζι’ ύστερα βάλε την θηλιάν,
τζιαι ππέσε τζιαι κρεμμάστου.
Ο Κωσταντής που τ’άκουσεν, αρκίνησεν τα γέλια,
τζι’ αφού καλά εγέλασεν,
είπεν του πως εγέρασεν,
τζιαι έχασεν τον τέλεια.
Την επομένην ακριβώς, δείλις τζιαι μέραν πέφτη,
προς στο ξωπόρτιν του σπιδκιού,
με τον καμόν τούντου παιδκιού,
ο Αντωνάς ιππέφτει.
Με τον καμόν του Κωσταντή, του άσωτου του γιού του,
που τόσον τον αψήφησεν,
έππεσεν τζιαι ξεψύσιησεν,
αππόξω του σπιδκιού του.
Τα χρόνια επεράσασιν, τζιαι τάφερεν η μοίρα,
του Κωσταντή του πλούσιου, που κράταν τόσην λίρα,
να λείψουν τα χωράφκια του,
ναννοίξουσιν τα μμάδκια του,
μαν είσιεν πιον μπακκίρα.
Ήρταν τα λόγια τ’Αντωνά, που τούδωκεν την λύση,
σε έτσι θέσην αν βρεθεί,
τζι’αφόσον καταχρεωθεί,
να πα ν’αυτοκτονήσει.
Ισιώννει πάει στο χωρκόν, μπαίννει στο σιελονάρι,
μετρά τες τέσσερις παδκιές, τζιαι τότες μ’έναν φτζιάρι,
σκάφτει για νάβρει το σιοινί,
με τζιείνον πουταν να γινεί,
του γέρου του η χάρη.
Τζιαι όπως σκάφτει ο Κωσταντής, αμέσως παλαβόννει,
γιατί τον λούκκον σαν αννεί,
αντί σακκούλλα να φανεί,
εφάνικεν κασόνι!
Μέ έκπληξην τα μμάδκια του, εμείναν τζιαι θωρούσαν,
λίρες γερές μα τζιαι μισές,
τζιαι ήταν ούλες τους χρυσές,
που ελαμποκοπούσαν.
Μες τούντες λίρες τες χρυσές, είσιεν τζιαι ένα γράμμα!
Στα σιέρκα του το έπιασεν,
τζιαι άμα το εδκιέβασεν,
ελούθηκεν το κλάμα.
Ο Αντωνάς του έγραφεν, ρε Κωσταντή σταμάτα!
Τωρά που μετανόησες,
γιόκκα μου καλοσόρισες,
πίσω στην ίσιαν στράτα.
Χαμπής Αχνιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου