Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Ο ΛΑΧΕΙΟΠΩΛΗΣ

Ο ΛΑΧΕΙΟΠΩΛΗΣ
Έτσι σαν έπιννα καφέν, σε καφενέν της πόλης,
ήρτεν τζιαι στάθην δίπλα μου, ένας λαχειοπώλης.
Έπιαν καρέκλαν τζι’έκατσεν, με μιάλην ησυχία,
τζιαι στο τραπέζιν άπλωσεν, λογιών – λογιών λαχεία.

Μιάλα γυαλιά κατάμαυρα, στ’αμμάδκια του εφόρεν,
τζιαι από τες κινήσεις του… τίποτες εν εθώρεν!
Με το μυαλόν μου έκαμα, την πάρα κάτω σκέψη.
Είναι τυφλός ο άνθρωπος, τζιαι δεν μπορεί να μπλέψει,
Ήταν τυφλός τζιαι άπορος, μα όμως προς τιμήν του,
ήβρεν τον τρόπον ο φτωχός, να φκάλει το ψουμίν του.
Μα όπως πάντα γίνετε, προτού καλά να κάτσει,
ευρέθην ένας τζιαχαμέ, τζι’ ήρτεν να τον πειράξει.
Ήρτεν τζιαι είπεν του τυφλού, έναν ξυστόν θα ξύσω,
έτσι να δω την τύχην μου, σήμμερα αν κερτίσω.
Τζι’ έπιασεν έναν τζι’ έξυσεν, ξυεί τζιαι την τζιεφαλή του,
τζιαι με κατζίαν του τυφλού, γυρίζει τζιαι λαλεί του.
Αμ μέν πιερώσω τζιαι χαθώ, την λίρα σου θα χάσεις!!!!
Γιατί αφού είσαι τυφλός, ποιον είδες ποιον θα πιάσεις!!!
Τζιαι πολοήθην ο τυφλός, τζι’ είπεν του που να ζήσεις,
σίουρα εθθεν να σε δω, εάν τ’αποφασίσεις,
Μα μεν πεις πως μου γέλασες, τζι’ έφυες τζιεν επιάστης,
γιατί να ξέρεις θα σε δει, που τα ψηλά ο πλάστης.
Τζι’ αφού ο πλάστης θα σε δει, να το υπολογίσεις,
εν νάρτει ώρα κάποτε, που θα λογοδοτήσεις.
Ο άλλος άμα τ’άκουσεν, εγιώ κατάλαβα το,
έπιαν απάντησην καλήν, μα δεν το βάλλει κάτω.
Λαλεί του κρόστου μου καλά, το νόημαν να πιάσεις!
Την λίραν του λαχείου σου, αν φύω θα την χάσεις!!!
Τότε λαλεί του ο τυφλός, να πιεις που μεν μιαν μπίρα!
Ρε γιω το φως μου τόχασα, τζι’ εν να σκεφτώ την λίρα;
Όσον τζι’ αννέν σκληρόκαρτος, ο άλλος ηρεμίζει,
τζιαι προσβαρμένος πάνω μου, το βλέμμαν του γυρίζει.
Στο πρόσωπον του φάνηκεν, απόγνωση καμπόση,
τζι’είδα τον που εδάκρυσεν, τζι’εύκαλεν να πιερώσει.
Χαμπής Αχνιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου