Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΥΣΩΝΑ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΥΣΩΝΑ
Είντα καύσωνες εν τούτοι, που χτυπούν μ’έτσι ορμήν!
Αχ Θεέ μου τι θα γίνει,
όπου πας φωδκιά καμίνι,
να σου κρούζει το κορμίν;
Το κορμί μου στες πυράες, πιον εγίνηκεν οφτόν,
τζι’ εν μπορώ να τες ποφεύκω,
μες τον νήλιον που δουλεύκω,
τζι’ έκρουσα καθεαυτών.
Εν ιμπόρω ν’αναπνεύσω, εν αντέχω άλλον πιον,
τι θα κάμω δεν γνωρίζω,
σαν τον σιοίρον λοχαρίζω,
που τον παίρνουν κασαπιόν.

Ο ΑΣΩΤΟΣ

Ο ΑΣΩΤΟΣ
Ο Κωσταντής εξόδκιαζεν, αλύπητα ριάλια,
τζι’ έρκετουν έσσω πρωινά,
γιατ’ ήτουν γιος του Αντωνά,
με τα πολλά τα μάλια.
Μαν τζι’ήτουν έτσι πάντα του! Που νεπαμόν να δώσει!
Εις τα χωράφκια μάσιετουν, μέχρι που να νυχτώσει!
Ύστερα εν που τούδοξεν,
με την παρέαν πούμπλεξεν
τζιαι πήαιννεν Βαρώσι.
Ο Αντωνας ποφάσισεν, ούλα να του τ’αφήσει,
σπίδκια χωράφκια δηλαδή,
γιατ’εν είσιεν άλλον παιδί,
να τα κληρονομήσει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΤΟΡΤΖΙΗΕΣ

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΤΟΡΤΖΙΗΕΣ
Προχτές που πήα Λεμεσόν, κάποιοι με τες μοτόρες,
εφκάλασιν την μουτταρκάν!
Νάσουν τζιαι σου σε μιαν μερκάν,
άκουσε τι θα θώρες.
Ένεψα τζιαι αρκίνησα, να στρίφω τζιείν την ώραν,
στ΄αμμάτιν που με βάλασιν,
δκυό νέοι που νεφάνασιν,
πίσω μου με μοτόραν.
Είπουν πως εν να καρτερούν, να στρίψω να περάσουν,
μα δεν εσταματήσασιν,
γιατί αποφασίσασιν,
μιτά μου να γελάσουν.
Ενώ εγιώ αρκίνησα να στρίφω το τεμόνι,
θωρώ τους τζιαι παλάρουσιν,
νάρτουσιν να ττουμπάρουσιν,
πάνω μου οι δεμόνοι.
Εν είχασιν διάθεσην, για να με καρτερούσιν.
Σαν που να είχασιν φτερά,
τζιαι που δεξιά τζι΄αριστερά,
ρέσσουν τζιαι προσπερνούσιν.
Εία τους τζιαι απότομα, επάτησα τα φρένα,
τζι΄έκλωσα τέλεια αλαβρά,
ειδέ ποδά εις τα ζαβρά,
θα έτρωα τον ένα.
Τούντην στιγμήν το εύχουμαι, τζιαι τζιείνοι να μ΄ακούσιν,
μα τζι΄άλλοι που τους μοιάζουσιν,
ούλοι τους να σπιάζουσιν,
πέρκι σωφρονιστούσιν.
Προπάντων θέλω για να πώ, λλίν προσοχήν να δώσει,
εις τον έναν μοτορτζιήν,
πούσιεν της μάνας του ευτζιήν,
για να την ηγλητώσει.
Να μεν βουρούν τόσον πολλά, τάχα πως δείχνουν θάρρος!
Τόσον πολλά όποιος βουρά,
να ξέρει ότι καρτερά,
έτσι πελλούς ο χάρος.
Ως σήμμερ΄αν νομίζουσιν, ο λόγος που σωθήκαν,
πως κράνος τάχα μου φορούν, έτσι αν εσκεφτήκαν,
έναν πρωΐν το ράδιον,
θα πεί εσκοτωθήκαν.
Χαμπής Αχνιώτης

ΓΙΑ ΝΑ ΜΥΡΙΣ’ Ο ΤΑΦΟΣ ΜΟΥ

ΓΙΑ ΝΑ ΜΥΡΙΣ’ Ο ΤΑΦΟΣ ΜΟΥ
Να μάθθαιννα παντρεύκεσουν, νύφφην πως σε στολίζαν,
τούτη καρκιά που τον καμόν,
θάφκαλλεν αναστεναγμόν,
τζι’οι τοίσιοι θα ραΐζαν.
Γιατί εγιώ σε λάτρεψα, αγάπη μου χρυσή μου.
Για σεν η κάθε λέξη μου,
κυριαρχείς τη σκέψη μου,
την κάθε κίνηση μου.
Άλλον που μεν αν παντρευτείς, που τον καμόν θα κρούσω!
Ποιον η ζωή μου θα κοπεί!
Εν να με πιάσει συγκοπή,
άμα εν να τ’άκούσω.
Τζιαν μεν με πιάσει συγκοπή, που την ζωήν να σβήσω,
oρκίζουμαι σου στον Χριστό,
στον εαυτό μου θα κλειστό,
τζιεθ θα ξαναγαπήσω.
Τζιαι θα θυμούμαι πάντα μου, τι όμορφη που ήσουν!
Εθ θάχω θέλησην, πυγμή,
ώσπου να φτάσει η στιγμή,
τα μμάδκια μου να κλείσουν.
Τζι’ άμα με θάψουν τζι’ύστερα, ξεκίνα βήμαν – βήμαν,
τζι’ έλα τζιαι στάθου τζιαχαμέ,
παντοτινέ μου καημέ,
που πάνω που το μνήμαν.
Που πάνω που το μνήμαν μου, στάθου σε κάποιαν άκρη,
τζι’ αφού ήσουν το πάθος μου,
για να μυρίσ’ ο τάφος μου,
πότησ’ τον μ’έναν δάκρυ.
Χαμπής Αχνιώτης

ΑΝ ΜΑΡΝΗΘΕΙΣ

ΑΝ ΜΑΡΝΗΘΕΙΣ
Εσού που εγεννήθηκες, για τα φιλιά τα χάδκια,
πού ‘σιεις το όνομαν Χαρά, την αστραπήν στα ‘μμάδκια,
πιον η καρκιά μου γίνηκεν, για σέναν δκυό κομμάδκια.
Αν αρνηθείς να πεις το νναι, άμαν θα σε γυρέψω,
στα όνειρα μου άμαν δω, πως ότι ππέφτω έξω,
θάβρω ‘ναν σπίλιον στα βουνά, να πα να ασκητέψω.
Μακρά του κόσμου μόνος μου, θα πα να κατοικήσω,
μα στην καρκιάν μου σώκλειστην, μέσα θα σε κρατήσω,
να σέχω μόνην συντροφκιάν, όσον τζιαιρόν θα ζήσω.
Τζι’ άμαν νυχτώννει τζι’έρκεται, σκότος να βασιλέψει,
το όνομαν σου θα λαλώ, σαν τελευταίαν λέξη,
τζι’άμαν ξυπνώ που το πρωίν, θάσαι η πρώτη σκέψη.
Τζιαι θα λαλώ ολόψυχα, όσα ποθείς να τάχεις,
τζιαι στην ζωήν σαν ταίριν μου, κοντά μ’αφόν εστάθεις,
πόσον πολλά σ’αγάπησα, ποττέ σου εθ θα μάθεις.
Χαμπής Αχνιώτης

ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ
Όποτε φτάνν΄Ιούλιος, στες είκοσι του μέρες,
στην εικοστήν ανατολήν,
θυμίζει μου την εισβολήν,
τες πόμπες τζιαι τες σφαίρες.
Θυμούμαι μάχες άνισες, θυμούμαι σκοτωμένους,
ούλα όσα περάσαμεν,
χωρκά που τα εχάσαμεν,
θυμούμ΄αγνοουμένους.
Αεροπλάνα του εχθρού, πού΄ρτασιν να χτυπήσουν,
θυμούμαι βομβαρδίζασιν,
τόπους που δεν ερίζασιν,
για να τους καταχτήσουν.
Θυμούμαι που ερίφκασιν, πάνω μας την φωθκιά τους,
μάνες που δεν εφταίασιν,
θυμούμαι τες εκλαίασιν,
που χάνναν τα παιθκιά τους.
Θυμούμαι που εφύαμεν, που τον δικόν μας τόπον,
γιατί επιάσαν τα χωρκά,
που βρίσκουνται εις τον βορκά,
τζι΄ήρταμεν εις τον νότον.
Τα μέρη που εχάσαμεν, πόμακρα πιόν θωρώ τα,
τα σπίθκια που εχτίσαμεν,
τους τόπους που ποτίσαμεν,
αιώνες με ιδρώτα.
Με μιάν ελπίδαν ζιώ τωρά, να ξαναπάω πίσω,
την τελευταίαν μου πνοήν,
στόν τόπον μου έναν πρωίν,
τζειαμέ να την αφήσω.
Θεέ που ρίζεις τούν την γην π’ανατολήν ως δύση,
που νότον μέχρι τον βορκάν,
που σεν ζητώ παρηορκάν,
δώς μας εσού την λύση.
Θεέ μου τους πολιτικούς, πέρκι τους δώκεις φώτα,
δίκαιη λύση να γινεί,
Ωθωμανοί τζιαι Γρισκιανοί,
να ζήσουν όπως πρώτα.
Χαμπής Αχνιώτης

Ο ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗΣ

Ο ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗΣ
Σέναν χορκούιν κάποτε, πρίν που καμπόσα χρόνια,
μια νέα τζιοιλιοπόνησεν,
τζι’ έναν μωρόν εγέννησεν,
σιειμώναν μες τα σιόνια.
Οδύνην σκότος τζιαι σπασμούς, οι πόνοι της εφέρναν,
τζι ήταν γραφτόν για να γινεί,
η νέα μας κακόγεννη,
τζιαι να χαθεί στην γένναν.
Τζι΄ο κόσμος τούτου του χωρκού, είπεν θα αναγιώσει,
το ορφανόν μ’έναν σκοπόν,
στην κοινωνίαν άθρωπον,
καλόν να παραδώσει.
Το εβαφτήσαν γλήορα, με νούννον τον μουχτάρην,
από την πρώτην εφτομάν,
τζιαι τ’oνομάσασιν Θωμάν,
τ΄άτυχον παλληκάρην.
Τουν το μωρόν, δεν έμελλεν, σαν τ΄΄άλλα ν΄αναγιώσουν,
γιατ΄είπαν εις την Εκλησιάν,
με καντηλάφτη φορεσιάν,
θα το αφιερώσουν.
Ανάγνωσην δεν έμαθεν, σκολείον δεν επήεν,
τζιαι μέχρι είκοση χρονών,
τόπον εχτώς που το βουνόν,
με γνώρισεν με είεν.
Μα μιαν ημέραν άνεργος, τζιαι ο Θωμάς εγράφτην,
γιατ’είπαν θα προσλάβουσιν,
στην Εκκλησιάν να βάλουσιν,
άλλον καντηλανάφτην.
Άλλον του είπαν πού ‘πρεπεν, τούν την δουλειάν να μάθει,
τζι’εχτώς τζιερκών ανάμματα,
να ξέρει τζιαι δκυο γράμματα,
για να μπορεί να γράφει.
Να ξέρει τζιαι λοαρκασμόν, να μπόρα λοαρκάζει,
όσην τζιαν έσιει ποστασιά,
πόσα’ν που πιάνν’η Εκκλησιά,
τζιαι πόσα΄ν που ξοδκιάζει.
Μα ο Θωμάς αγράμματος, τζι’ άτεχνος που να πάει!
Έπιαν τσιάρα πορικά,
τζιαι γύριζεν μες τα χωρκά,
τζιαι πούλαν τα να φάει!
Σιγά - σιγά κατάφερεν, μέσα εις το χωρκόν του,
μετά που κάμποσον τζιαιρόν,
τζιαι έκαμεν περίπτερον,
μεγάλον τζιαι δικόν του.
Αρκίνησεν τζιαι έκαμνεν, πιον όνειρα μεγάλα,
τζιαι σε μικρόν διάστημαν,
άννοιξεν τζιαι κατάστημαν,
μεγάλον μες τη Σκάλα.
Μετά που τούτα ο Θωμάς, επήρεν μιάλην φόραν!
Έκαμεν μιάλα βήματα!
Άννοιξεν καταστήματα,
τζιαι Λεμεσόν τζιαι χώραν.
Που το μηδέν ξεκίνησεν, από τα μαύρα χάλια,
τζι’ όμως με πίσμαν προχωρά,
τζι’ έσιει στες τράπεζες τωρά,
έναν σωρόν ριάλια.
Ο τραπεζίτης είπεν του, πόσον ψηλά θα φτάσεις!
Όπως θωρώ τα πράματα,
αν έξερες δκυο γράμματα,
θάσουν σωστός Ωνάσης.
Τζιαι ο Θωμάς εστάθηκεν, με σιέρκα σταυρομένα,
τζι’ αφού, πρώτα εδάκρυσεν,
ύστερα του απάντησεν,
με μμάδκια βουρκωμένα.
Στα σωθικά μου κύριε, μιάλην φωθκιάν ανάφτης!
Γιαυτόν με πιάν τα κλάματα!
Αν έξερα δκυο γράμματα,
θάμουν καντηλανάφτης.
Χαμπής Αχνιώτης

Ο ΛΑΧΕΙΟΠΩΛΗΣ

Ο ΛΑΧΕΙΟΠΩΛΗΣ
Έτσι σαν έπιννα καφέν, σε καφενέν της πόλης,
ήρτεν τζιαι στάθην δίπλα μου, ένας λαχειοπώλης.
Έπιαν καρέκλαν τζι’έκατσεν, με μιάλην ησυχία,
τζιαι στο τραπέζιν άπλωσεν, λογιών – λογιών λαχεία.

Μιάλα γυαλιά κατάμαυρα, στ’αμμάδκια του εφόρεν,
τζιαι από τες κινήσεις του… τίποτες εν εθώρεν!
Με το μυαλόν μου έκαμα, την πάρα κάτω σκέψη.
Είναι τυφλός ο άνθρωπος, τζιαι δεν μπορεί να μπλέψει,
Ήταν τυφλός τζιαι άπορος, μα όμως προς τιμήν του,
ήβρεν τον τρόπον ο φτωχός, να φκάλει το ψουμίν του.
Μα όπως πάντα γίνετε, προτού καλά να κάτσει,
ευρέθην ένας τζιαχαμέ, τζι’ ήρτεν να τον πειράξει.
Ήρτεν τζιαι είπεν του τυφλού, έναν ξυστόν θα ξύσω,
έτσι να δω την τύχην μου, σήμμερα αν κερτίσω.
Τζι’ έπιασεν έναν τζι’ έξυσεν, ξυεί τζιαι την τζιεφαλή του,
τζιαι με κατζίαν του τυφλού, γυρίζει τζιαι λαλεί του.
Αμ μέν πιερώσω τζιαι χαθώ, την λίρα σου θα χάσεις!!!!
Γιατί αφού είσαι τυφλός, ποιον είδες ποιον θα πιάσεις!!!
Τζιαι πολοήθην ο τυφλός, τζι’ είπεν του που να ζήσεις,
σίουρα εθθεν να σε δω, εάν τ’αποφασίσεις,
Μα μεν πεις πως μου γέλασες, τζι’ έφυες τζιεν επιάστης,
γιατί να ξέρεις θα σε δει, που τα ψηλά ο πλάστης.
Τζι’ αφού ο πλάστης θα σε δει, να το υπολογίσεις,
εν νάρτει ώρα κάποτε, που θα λογοδοτήσεις.
Ο άλλος άμα τ’άκουσεν, εγιώ κατάλαβα το,
έπιαν απάντησην καλήν, μα δεν το βάλλει κάτω.
Λαλεί του κρόστου μου καλά, το νόημαν να πιάσεις!
Την λίραν του λαχείου σου, αν φύω θα την χάσεις!!!
Τότε λαλεί του ο τυφλός, να πιεις που μεν μιαν μπίρα!
Ρε γιω το φως μου τόχασα, τζι’ εν να σκεφτώ την λίρα;
Όσον τζι’ αννέν σκληρόκαρτος, ο άλλος ηρεμίζει,
τζιαι προσβαρμένος πάνω μου, το βλέμμαν του γυρίζει.
Στο πρόσωπον του φάνηκεν, απόγνωση καμπόση,
τζι’είδα τον που εδάκρυσεν, τζι’εύκαλεν να πιερώσει.
Χαμπής Αχνιώτης

Η ΠΡΩΤΟΚΟΥΜΕΡΑ

Η ΠΡΩΤΟΚΟΥΜΕΡΑ
Σε έναν φίλον πούκαμα, πούμουν τζιαι γιώ φαντάρος,
που τότες εις τον πόλεμον, έδειξεν τόσον θάρρος,
επήα που παντρεύκετουν, να μπώ πρωτοκουμπάρος.
Τζι΄έμπηκα μες την Εκλησιάν, εις την Αγίαν Ζώνη,
τζιαμέ εν που παντρεύκασιν, τον φίλον τον Αντώνη,
τζιαι δίπλα που τ΄αντρόυνον, εστάθηκα τζιαι γιώνη.
Μάν θα ξιάσω ως που ζιώ, εγιώ τζιείν την ημέραν,
που άμα ήρτεν η στιγμή, ν΄αλλάξουμεντε βέραν,
εκαρτζιηλατιστήκαμεν, με την πρωτοκουμέραν.
Τ΄αθασωτά τα μμάδκια της, πάνω μου που δικλείσαν,
αμέσως εκατάλαβα, ότι με υπνωτήσαν,
τζι΄ένωσα τζιαι τα μέλη μου, εφτύς που παραλύσαν.
Ήταν ψηλή μελαχρινή, αντζιελοκαμωμένη,
πραγματικά πεντάμορφη, τζιαι ψηλοκοπημένη,
πούν είσιεν έτσι ομορκιάν, της Τροίας η Ελένη.
Μετά τα στεφανώματα, θυμούμαι το ακόμα,
έφυα ολοτζιήτρινος, χωρίς καθόλου χρώμα,
τζι΄έφτασα εις το σπίτι μου, χωσμένος μες το δρώμα.
Ο νούς μου κόμα γύριζεν, όπως το αλακάτιν,
τζι΄αφόν αισθάνουμουν καλά, έππεσα στο κρεβάτιν,
παρόλον πούταν γλήορα, μα που να κλείσ΄αμμάτιν.
Τ΄όρομαν πού'ζιουν όξυπνος, αξέχαστον θα μείνει,
γιατί εθώρουν την τζιαμέ, γεμάτην καλοσύνη,
να με φιλά τζιαι να λαλεί, πως μ΄αγαπά τζιαι τζιείνη.
Τζι΄άμαν η νύχτα πέρασεν, πρωΐν-πρωΐν Δευτέραν,
επήα εις τ΄αντρόυνον, τούτους που την εξέραν,
να με πληροφορήσουσιν, για την πρωτοκουμέραν.
Λαλώ αφόν κουμέρα τους, θα ξέρουν να μου πούσιν,
εν χωρκατού, πολίτισσα, είνταν που την λαλούσιν,
ποιούς εν που έσιει για γονιούς, που εν που κατοικούσιν!
Είπα τους ότι έθελα, να πά να τους γνωρίσω,
να πά νάβρω το σπίτιν τους, την πόρταν να χτυπήσω,
το σιέριν της πεντάμορφης, για να τους το ζητήσω.
Μαμ΄άκουσα τα λόγια τους, έμελλεν να βοβώσω,
εγίνηκα ανήμπορος, βελόνιν να σηκώσω,
τζι΄αν μου καχίσκαν μασιαιρκάν, εν ήταν να την νώσω.
Είπαν μου την κουμέραν τους, πως την λαλούν Ελένη,
πως οι γονιοί της σήμμερα, τζι΄οι δκυό εν πεθαμμένοι,
τζι΄εχτός που τούτον ξίαστην, γιατί εν παντρεμένη.
Χαμπής Αχνιώτης

ΣΑΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΜΟΥ ΣΑΓΑΠΩ

ΣΑΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΜΟΥ ΣΑΓΑΠΩ
Ορκίστηκα να σ’αγαπώ, τζιαι όϊ τούτον μόνον!
Είπα σου το πολλές φορές,
θάμε κοντά σου στες χαρές,
στην πίκραν τζιαι στον πόνον.
Ορκίστηκα παντοτινά, να βρίσκουμε κοντά σου!
Τζιαι στον κρεμμόν αν κρεμμιστείς,
αγάπη μου να τσακκιστείς,
θα κρεμμιστώ μιτά σου.
Σαν θα σε χάσει ο Χαμπής, εν θέλει πιον να ζήσει!
Παντοτινέ μου καημέ,
κανένας άλλος σαν τζιαι με,
εν θα σε αγαπήσει!
Κανένας που την σκέψην μου, εν μπόρει να σε φκάλει!
Για τούτον πάλε θα σου πω,
σαν τον Θεόν μου σ’αγαπώ,
αγάπη μου μεγάλη!
Χαμπής Αχνιώτης

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΑΠΟΥΛΛΟΝ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΑΠΟΥΛΛΟΝ
Έν νεν καλά να ζιείς ζωήν, του σκάπουλλου για πάντα!
Είναι τζιαιρός να το σκεφτείς,
γιε μου τζιαι σου να παντρευτείς,
κοντεύκεις τα τριάντα.
Αν κάμεις οικογένειαν, ούλοι θα σε χουμίσουν,
τζιαι άρκον εις τα γεραδκιά,
εν νάσιεις γιόκκα μου παιδκιά,
να σε γεροκομήσουν.
Τωρά ‘σαι νέος τζιαι βουράς, εις τες διασκεδάσεις,
ποτζιεί ποδά θα τζιοιμηθείς,
όμως εν να με θυμηθείς,
άρκον πουν να γεράσεις.
Τα χρόνια σου θα φύουσιν, γιόκκα μου έναν έναν,
τ’ αδέρκια σου θάχουν παιδκιά,
μα σημασίαν εθ θα δκιά,
κανένας τους για σέναν.
Έθθεν να ανταποκριθούν, εις το θολόν το δει σου,
όϊ πως είναι αγενείς,
μα άλλον εν ο συγγενής,
τζιαι άλλον το παιδί σου.
Χωρίς αγγόνια τζιαι παιδκιά, στων γεραδκιών τα βάρη,
εν να χτυπάς της τζιεφαλής,
τον χάρον θα παρακαλείς,
για νάρτει να σε πάρει.
Ενώ αν σου φωνάζουσιν, παππού - παππού τ’αγγόνια,
θα σιαίρεσαι τζιαι θα γελάς,
τον πλάστην θα παρακαλάς,
να ζήσεις σιήλια χρόνια.
Χαμπής Αχνιώτης

ΙΝΤΑΛΟΣ ΕΝ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑΝ

ΙΝΤΑΛΟΣ ΕΝ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑΝ
Ο άθρωπος εγέρασεν, ίντα φελά το ψέμαν,
την στράταν που βαδίζουμεν,
ο γέρος το γνωρίζουμεν,
έφτασεν εις το τέρμαν.
Γινίσκεται ανήμπορος, θέλει που άλλον σάσμαν,
σε ούλα δυσκολεύκεται,
τζι’αρκέφκει πιόν τζιαι σκέφκεται,
ίνταλος εν το πλάσμαν.
Πρώτα που πάνω στούντην γήν, μωρόν εν να περάσει,
μα της ζωής του ο σκοπός,
είναι να γίνει άδρωπος,
τζ’ύστερα να γεράσει.
Όπως τα φκιόρα είμαστην, π’ανθίζουν τζιάι μυρίζουν,
τζ’ύστερα μαρανίσκουσιν,
ππέφτουν τζιαί ξερανίσκουσιν,
στο χώμαν τζιαι σαπίζουν.
Έτσι εν τζιαι ο άθρωπος, γιενιέται πεθανίσκει,
που την ζωήν εις την σιγήν,
για πάντα πάνω στούντην γήν,
κανένας εν μεινίσκει.
Χαμπής Αχνιώτης

ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ

ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ
Την πόρταν κάποιου πλούσιου, έμελλεν να χτυπήσει,
κάποια σιηράτη μ’ορφανά, πούπρεπεν να τα ζήσει.
Λαλεί του κάτι για φαΐν! τα ορφανά να ζήσω,
τζι’ ο πλάστης είμαι σίουρη, θα σου τα πέψει πίσω.

Ο πλούσιος ο άπονος, μετά που κάποια σκέψη,
εσκέφτην με τον πόνον της, ο άφοος να παίξει.
Λαλεί της πε μου ακριβώς, το τι ζητάς να ξέρω,
τζιαι γιώνι σαν φιλεύσπλαχνος, θα πα να σου το φέρω.
Λαλεί του δώσμου να χαρείς, ότι λαλεί καρκιά σου,
τζιαι ας τα δώκει ο Θεός, πίσω εις τα παιδκιά σου.
Τζιαι έμπηκεν τζιαι ξέβηκεν, μες τα δικά του σπίδκια,
τζιαι στην σιηράτην έδωκεν, μιαν τσιάνταν με σκουπίδκια.
Τζι’ είπεν της εις τα ορφανά, τούτα εγιώ θα πέψω,
τζιαι βάοσεν την πόρταν του, τζιαι άφηκεν την έξω.
Τζιαι η σιηράτη έφυεν, με δκυο σιείλη καμένα,
τζιαι πήεν πίσω στα μωρά, με μμάδκια βουρκομένα.
Μα όμως την επαύριον, κατά το μεσομέρι,
πάλε χτυπά του πλούσιου, με το δεξίν της σιέρι.
Τζι’ ο πλούσιος αμ’ άννοιξεν, αμέσως τζιειν την ώρα,
έβαλεν μες τα σιέρκα του, μια τσιάνταν μιάλην φκιόρα.
Σαν παλαβός ο πλούσιος, την τσιάνταν του κρατά την,
τζιαι ύστερα με έκπληξην, γυρίζει τζιαι ρωτά την.
Λαλεί της εν προτάκουστον, σ’ ολόκληρην την χώρα!
Εγιώ σκουπίδκια έδωκα, τζιαι σου διάς μου φκιόρα;
Τζιαι η σιηράτη σοβαρή, επήεν πιο κοντά του,
τζιαι με σταράτην την φωνήν, αμέσως απαντά του.
Σε τουν την χώραν που λαλείς, ούλος ο κόσμος ξέρει,
οτ’ έσιει μες το σπίτιν του, καθένας μας προσφέρει.
Χαμπής Αχνιώτης

ΕΡΩΤΙΚΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ
Άμα την εία τζι΄έρεσσεν,
μα την αλήθκειαν είπουν,
θυμούμαι είπα τούντον λόν,
τι διαφέρει π΄άγγελον,
μόνον φτερά της λείπουν.

--------------
Αν πουν να την λογιάσουσιν,
τζι’έρτει μου το μαντάτον,
εν να ορμίσω έσσω τους,
ώραν των λογιασμάτων,
τζιαι τίποτε ΄ν΄ θεν να σκεφτώ,
πως αχτυπώ πλασμάτων!
---------------
Νύφην την εστολίζασιν,
Κυριακήν του γάμου,
τζι΄επήα τζιαι τραούησα,
λλία που τα δικά μου,
τζι΄άμα της είπα δκυό τριά,
έδκιωξεν την κομμώτρια,
τζιαι κλέφτηκεν μιτά μου.
----------------
Μιτά μου ήρτεν τζι΄έμεινεν,
μια μουζουρού τσιαφκίνα,
τζι΄έζιουν μες τον παράδεισον,
περίτου πόναν μήνα,
μ΄άμα μου είπεν εν να φεί,
σαν που με δάκκασεν κουφή,
τζιαι θέμα που την φίνα.
----------------
Να σιείσουσιν τα στήθη μου,
τζιαι να μου κάμουν τραύμα,
τζιαι στάξει γαίμαν στο χαρτί,
το όνομα της θα γραφτεί,
χωρίς να λείπει γράμμα.
-----------------
Εχτύπησα το σιέριν μου,
την περασμένην Πέφτην,
τζιαι οι γιατροί μου είπασιν,
για πάντα σακκατέφτιν,
όμως εγιώ εκέφτηκα,
τζιαι πήα τζι’επισκέφτηκα,
τζιείνην που μ’ερωτεύτην,
τζιαι άμα κάτσαμεν μαζίν,
έπιασα τόναν της βυζίν,
τζι’αμέσως εγιατρέφτιν.
-----------------
Άμαν πεθάνω τζιαι σκεφτείς,
νάρτεις κοντά στο πτώμα,
τζιαι δεις ότι επέθανα,
με αννοιχτόν το στόμα,
να ξέρεις έθελα να πω,
πως σ’αγαπώ ακόμα.
Χαμπής Αχνιώτης

Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Τούτ’ ιστορία πουν να πω, εν τότες πούσιεν φτώσια,
νωστά που εξεκίνησεν, το σιήλια ενιακόσια,
πούταν τα μεροκάματα, μόνον δκυο τρία γρόσια.
Έζιεν στην γην ο Παντελής, αρκοντονιομένος,
που σπούδασεν τζι’ανώτερον, άδρωπος μορφομένος,
τζι΄όπως τον ιστορούσασιν. μες τα γρουσά χωσμένος.
Να γνώριζες τα μάλια του, μάσσιαλλα του θα λάλες!
Είσιεν χωράφκια πόλικα! Περίπου σιήλιες σκάλες!
Περβόλια, λεμονόδεντρα, τζιαι καρυδκιές μεγάλες.
Εμίστοννεν ολόγρονα, πεντέξ’οχτώ αρκάτες,
για να φυτεύκουν να γιορκούν, γιαλλόου του πατάτες,
λουβκιά, φασόλια, λάχανα, βαζάνια τζιαι τομάτες.
Εσπέρναν εθερίζαν του, σιτάριν τζιαι σησάμι,
τζιαι γίνηκεν που Παντελής, Παντέλας με το νάμι,
τζιαι όσα είσιεν έθελεν, αλλότοσα να κάμει.
Πώς να πολλύνει τον ππαράν, είσιεν για μόνη σκέψη,
τζιαι για βοήθειαν φτωχός, ούτε να του κοντέψει,
γιατ’εν εδίαν κανενού, χωρίς να του δουλέψει.
Πας τον ππαράν ήταν γνωστόν, είσιεν πολλύν αμμάτιν,
τζι’ εν εβοήθαν ορφανόν, γέρονταν για σιειράτην,
ούτε ψουμίν δκιακονιτή, να δώκ’ έναν κομμάτιν.
Που την φιλαργυρίαν του, σκέφκεται κάποιαν φάση,
πουν να κοντέψει ώρα του, άρκον πον να γεράσει,
ακόμα τζιαι τον πλάστην του, να τον ηξεγελάσει.
Τζιαι ’έτσι τα πενήντα του, προτού κόμα τα κλείσει,
που τον αφέντην τον Θεόν, εσκέφτην να ζητήσει,
άμα κοντέψει ώρα του, να τον ειδοποιήσει.
Έθελεν ειδοποίησην, χρόνον για να προφτάσει,
για να γυρίσει το χωρκόν, τες γειτονιές να πιάσει,
λλία ριάλλια στους φτωχούς, να πάει να μοιράσει.
Στον άϊν Πέτρον ύστερα, κοντά του πουν να φτάσει,
τζι’εν να του πει πράξεις καλές, να του παρουσιάσει,
νάσιει να βάλει πας το Ζυν, να τον ηξεγελάσει.
Τζι’ απάντησην που τον Θεόν, έτσι σαν εκαρτέραν,
σαν ήταν μες το σπίτιν του, μόνος του μιαν ημέραν,
εφάνην τ’άκουσεν φωνήν, από το υπερπέραν.
Ο πλάστης σου σε άκουσεν, τζι’εν θα το αμελήσει,
άμα κοντέψει ώρα σου, ο κύκλος σου να κλείσει,
νάσαι Παντέλα σίουρος, θα σε ειδοποιήσει.
Άνενοιας πιον ο Παντελής, χωρίς να λοαρκάζει,
τα χρόνια που περνούσασιν, με κάθετε με πνάζει,
τζι’είσιεν για μόνην του χαράν, τες λίρες που στοιβάζει.
Ποττέ του δεν εσκέφτηκεν, πως η ζωή εν ψέμα,
τζι’ άμα εγιούταν έκαμνεν, τον τοκογλύφον θέμα,
τζιαι τους φτωχούς του χωρκανούς, ερούφαν τους το γαίμα.
Τα χρόνια επεράσασιν, παστούνιν εχρειάστην,
ποιον το κορμίν εζάοσεν, η μέση του επιάστιν,
τζιέν ήρτεν ειδοποίηση, ακόμα που τον πλάστην.
Το φως του πιον ελλίανεν, βάλλει αμματογιάλια,
τζιαι δεν θωρεί ο γέρημος τα μαύρα του τα χάλια,
τζιαι κόμα βασανίζεται, να κάμει τζι’άλλα μάλια.
Έκαμνεν ώρες κάμποσες, σαν γέρος μες το στρώμα,
επάστηνεν τζιαι χάθηκεν, που πάνω του το χρώμα,
τζι’εν ήρτεν ειδοποίηση που τον Θεόν ακόμα.
Ώσπου μιαν νύχταν πούππεσεν, άρρωστος με την βράστη,
ξάφνου εφάνην άγγελος, που θέμα εβιάστη,
τζιαι πήρεν τον στους ουρανούς, κατ’ εντολήν του πλάστη.
Τζι’ο άϊς Πέτρος τζιαχαμέ, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
εφτείς εκούρτησεν το ζυν, έτοιμος για να πιάσει,
ούλες τες πράξεις πούκαμεν, να του τες ηζυάσει.
Μαν έπιαν ειδοποίησην, να κάμει το καλόν του,
τζιαι με θυμόν εσκέφτηκεν, το πονηρόν μυαλόν του,
ως τζιαι ο πλάστης ο Θεός, πιον εν κρατά τον λον του!
Άγιε Πέτρο είπεν του, εν τόρπιζα ποττέ μου!
Κάποιαν προηδοποίησην, εμέν ετάξετέ μου!
Νομίζω εξιάσετε, η εγελάσετέ μου!
Ο άϊς Πέτρος σκεφτικός, σούζει την τζιεφαλήν του!
Ξέρω ειδοποιήθηκες γυρίζει τζιαι λαλεί του,
περίπου τέσσερις φορές, αμμέννεν τζιαι περίτου.
Μεν λαλείς εν κρατά τον λον, ο πλάστης ο Θεός σου!
Τα δόνκια σου εππέσασιν, εχάθηκεν το φως σου,
τα φκια σου εκουφάνασιν, μα που να δεις ομπρός σου!
Εν είσιες φως πιον να θωρείς, το φως καμιάς ημέρας,
εκούτσανες, επάστινες έπερνε σ’ο αέρας,
τι άλλην ειδοποίησην, Παντέλα εκαρτέρας;
Στην κόλασιν ταιρκάζει σου, να πα να μαρτυρήσεις,
τζιαι να θυμάσαι ο Θεός, άμαν εν να ξυπνήσεις,
πως δεν είναι υπόχρεος, να πέμπει ειδοποιήσεις.
Τζιαι ξαφνικά εξύπνησεν, χωσμένος μες το δρώμα!
Τα πόδκια τζιαι τα σιέρκα του, ετρέμασιν ακόμα,
μα γλήορα ηρέμησεν, τζιαι ξέβην που το στρώμα.
Έπιασεν τα ριάλια του, πούταν πολλές σιλιάες,
τζι’άπού τα γύρο τα χωρκά, εκάλεσεν παπάες,
τζιαι έδωκεν ως το κουτσιήν, ούλλους του τους ππαράες.
Τζιαι είπεν τους ορκίζω σας, σε ότι αγαπάτε,
χτίστε που μεν μιαν Εκκλησιάν! Τ’άλλα λεφτά κρατάτε,
φτωχούς, σιειράτες τζι’ορφανά, νάσιετε να διάτε.
Εγείνην άλλος άθρωπος, τζι’εν θα ξαναγοράσει,
ούτε χωράφκια, με φτωχού, εν να ξαναγελάσει,
τζιαι ένιωσεν εν έτοιμος, να πάει να ζυάσει!
Χαμπής Αχνιώτης