Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΥΣΩΝΑ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΥΣΩΝΑ
Είντα καύσωνες εν τούτοι, που χτυπούν μ’έτσι ορμήν!
Αχ Θεέ μου τι θα γίνει,
όπου πας φωδκιά καμίνι,
να σου κρούζει το κορμίν;
Το κορμί μου στες πυράες, πιον εγίνηκεν οφτόν,
τζι’ εν μπορώ να τες ποφεύκω,
μες τον νήλιον που δουλεύκω,
τζι’ έκρουσα καθεαυτών.
Εν ιμπόρω ν’αναπνεύσω, εν αντέχω άλλον πιον,
τι θα κάμω δεν γνωρίζω,
σαν τον σιοίρον λοχαρίζω,
που τον παίρνουν κασαπιόν.

Ο ΑΣΩΤΟΣ

Ο ΑΣΩΤΟΣ
Ο Κωσταντής εξόδκιαζεν, αλύπητα ριάλια,
τζι’ έρκετουν έσσω πρωινά,
γιατ’ ήτουν γιος του Αντωνά,
με τα πολλά τα μάλια.
Μαν τζι’ήτουν έτσι πάντα του! Που νεπαμόν να δώσει!
Εις τα χωράφκια μάσιετουν, μέχρι που να νυχτώσει!
Ύστερα εν που τούδοξεν,
με την παρέαν πούμπλεξεν
τζιαι πήαιννεν Βαρώσι.
Ο Αντωνας ποφάσισεν, ούλα να του τ’αφήσει,
σπίδκια χωράφκια δηλαδή,
γιατ’εν είσιεν άλλον παιδί,
να τα κληρονομήσει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΤΟΡΤΖΙΗΕΣ

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΤΟΡΤΖΙΗΕΣ
Προχτές που πήα Λεμεσόν, κάποιοι με τες μοτόρες,
εφκάλασιν την μουτταρκάν!
Νάσουν τζιαι σου σε μιαν μερκάν,
άκουσε τι θα θώρες.
Ένεψα τζιαι αρκίνησα, να στρίφω τζιείν την ώραν,
στ΄αμμάτιν που με βάλασιν,
δκυό νέοι που νεφάνασιν,
πίσω μου με μοτόραν.
Είπουν πως εν να καρτερούν, να στρίψω να περάσουν,
μα δεν εσταματήσασιν,
γιατί αποφασίσασιν,
μιτά μου να γελάσουν.
Ενώ εγιώ αρκίνησα να στρίφω το τεμόνι,
θωρώ τους τζιαι παλάρουσιν,
νάρτουσιν να ττουμπάρουσιν,
πάνω μου οι δεμόνοι.
Εν είχασιν διάθεσην, για να με καρτερούσιν.
Σαν που να είχασιν φτερά,
τζιαι που δεξιά τζι΄αριστερά,
ρέσσουν τζιαι προσπερνούσιν.
Εία τους τζιαι απότομα, επάτησα τα φρένα,
τζι΄έκλωσα τέλεια αλαβρά,
ειδέ ποδά εις τα ζαβρά,
θα έτρωα τον ένα.
Τούντην στιγμήν το εύχουμαι, τζιαι τζιείνοι να μ΄ακούσιν,
μα τζι΄άλλοι που τους μοιάζουσιν,
ούλοι τους να σπιάζουσιν,
πέρκι σωφρονιστούσιν.
Προπάντων θέλω για να πώ, λλίν προσοχήν να δώσει,
εις τον έναν μοτορτζιήν,
πούσιεν της μάνας του ευτζιήν,
για να την ηγλητώσει.
Να μεν βουρούν τόσον πολλά, τάχα πως δείχνουν θάρρος!
Τόσον πολλά όποιος βουρά,
να ξέρει ότι καρτερά,
έτσι πελλούς ο χάρος.
Ως σήμμερ΄αν νομίζουσιν, ο λόγος που σωθήκαν,
πως κράνος τάχα μου φορούν, έτσι αν εσκεφτήκαν,
έναν πρωΐν το ράδιον,
θα πεί εσκοτωθήκαν.
Χαμπής Αχνιώτης

ΓΙΑ ΝΑ ΜΥΡΙΣ’ Ο ΤΑΦΟΣ ΜΟΥ

ΓΙΑ ΝΑ ΜΥΡΙΣ’ Ο ΤΑΦΟΣ ΜΟΥ
Να μάθθαιννα παντρεύκεσουν, νύφφην πως σε στολίζαν,
τούτη καρκιά που τον καμόν,
θάφκαλλεν αναστεναγμόν,
τζι’οι τοίσιοι θα ραΐζαν.
Γιατί εγιώ σε λάτρεψα, αγάπη μου χρυσή μου.
Για σεν η κάθε λέξη μου,
κυριαρχείς τη σκέψη μου,
την κάθε κίνηση μου.
Άλλον που μεν αν παντρευτείς, που τον καμόν θα κρούσω!
Ποιον η ζωή μου θα κοπεί!
Εν να με πιάσει συγκοπή,
άμα εν να τ’άκούσω.
Τζιαν μεν με πιάσει συγκοπή, που την ζωήν να σβήσω,
oρκίζουμαι σου στον Χριστό,
στον εαυτό μου θα κλειστό,
τζιεθ θα ξαναγαπήσω.
Τζιαι θα θυμούμαι πάντα μου, τι όμορφη που ήσουν!
Εθ θάχω θέλησην, πυγμή,
ώσπου να φτάσει η στιγμή,
τα μμάδκια μου να κλείσουν.
Τζι’ άμα με θάψουν τζι’ύστερα, ξεκίνα βήμαν – βήμαν,
τζι’ έλα τζιαι στάθου τζιαχαμέ,
παντοτινέ μου καημέ,
που πάνω που το μνήμαν.
Που πάνω που το μνήμαν μου, στάθου σε κάποιαν άκρη,
τζι’ αφού ήσουν το πάθος μου,
για να μυρίσ’ ο τάφος μου,
πότησ’ τον μ’έναν δάκρυ.
Χαμπής Αχνιώτης

ΑΝ ΜΑΡΝΗΘΕΙΣ

ΑΝ ΜΑΡΝΗΘΕΙΣ
Εσού που εγεννήθηκες, για τα φιλιά τα χάδκια,
πού ‘σιεις το όνομαν Χαρά, την αστραπήν στα ‘μμάδκια,
πιον η καρκιά μου γίνηκεν, για σέναν δκυό κομμάδκια.
Αν αρνηθείς να πεις το νναι, άμαν θα σε γυρέψω,
στα όνειρα μου άμαν δω, πως ότι ππέφτω έξω,
θάβρω ‘ναν σπίλιον στα βουνά, να πα να ασκητέψω.
Μακρά του κόσμου μόνος μου, θα πα να κατοικήσω,
μα στην καρκιάν μου σώκλειστην, μέσα θα σε κρατήσω,
να σέχω μόνην συντροφκιάν, όσον τζιαιρόν θα ζήσω.
Τζι’ άμαν νυχτώννει τζι’έρκεται, σκότος να βασιλέψει,
το όνομαν σου θα λαλώ, σαν τελευταίαν λέξη,
τζι’άμαν ξυπνώ που το πρωίν, θάσαι η πρώτη σκέψη.
Τζιαι θα λαλώ ολόψυχα, όσα ποθείς να τάχεις,
τζιαι στην ζωήν σαν ταίριν μου, κοντά μ’αφόν εστάθεις,
πόσον πολλά σ’αγάπησα, ποττέ σου εθ θα μάθεις.
Χαμπής Αχνιώτης

ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ
Όποτε φτάνν΄Ιούλιος, στες είκοσι του μέρες,
στην εικοστήν ανατολήν,
θυμίζει μου την εισβολήν,
τες πόμπες τζιαι τες σφαίρες.
Θυμούμαι μάχες άνισες, θυμούμαι σκοτωμένους,
ούλα όσα περάσαμεν,
χωρκά που τα εχάσαμεν,
θυμούμ΄αγνοουμένους.
Αεροπλάνα του εχθρού, πού΄ρτασιν να χτυπήσουν,
θυμούμαι βομβαρδίζασιν,
τόπους που δεν ερίζασιν,
για να τους καταχτήσουν.
Θυμούμαι που ερίφκασιν, πάνω μας την φωθκιά τους,
μάνες που δεν εφταίασιν,
θυμούμαι τες εκλαίασιν,
που χάνναν τα παιθκιά τους.
Θυμούμαι που εφύαμεν, που τον δικόν μας τόπον,
γιατί επιάσαν τα χωρκά,
που βρίσκουνται εις τον βορκά,
τζι΄ήρταμεν εις τον νότον.
Τα μέρη που εχάσαμεν, πόμακρα πιόν θωρώ τα,
τα σπίθκια που εχτίσαμεν,
τους τόπους που ποτίσαμεν,
αιώνες με ιδρώτα.
Με μιάν ελπίδαν ζιώ τωρά, να ξαναπάω πίσω,
την τελευταίαν μου πνοήν,
στόν τόπον μου έναν πρωίν,
τζειαμέ να την αφήσω.
Θεέ που ρίζεις τούν την γην π’ανατολήν ως δύση,
που νότον μέχρι τον βορκάν,
που σεν ζητώ παρηορκάν,
δώς μας εσού την λύση.
Θεέ μου τους πολιτικούς, πέρκι τους δώκεις φώτα,
δίκαιη λύση να γινεί,
Ωθωμανοί τζιαι Γρισκιανοί,
να ζήσουν όπως πρώτα.
Χαμπής Αχνιώτης

Ο ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗΣ

Ο ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗΣ
Σέναν χορκούιν κάποτε, πρίν που καμπόσα χρόνια,
μια νέα τζιοιλιοπόνησεν,
τζι’ έναν μωρόν εγέννησεν,
σιειμώναν μες τα σιόνια.
Οδύνην σκότος τζιαι σπασμούς, οι πόνοι της εφέρναν,
τζι ήταν γραφτόν για να γινεί,
η νέα μας κακόγεννη,
τζιαι να χαθεί στην γένναν.
Τζι΄ο κόσμος τούτου του χωρκού, είπεν θα αναγιώσει,
το ορφανόν μ’έναν σκοπόν,
στην κοινωνίαν άθρωπον,
καλόν να παραδώσει.
Το εβαφτήσαν γλήορα, με νούννον τον μουχτάρην,
από την πρώτην εφτομάν,
τζιαι τ’oνομάσασιν Θωμάν,
τ΄άτυχον παλληκάρην.
Τουν το μωρόν, δεν έμελλεν, σαν τ΄΄άλλα ν΄αναγιώσουν,
γιατ΄είπαν εις την Εκλησιάν,
με καντηλάφτη φορεσιάν,
θα το αφιερώσουν.
Ανάγνωσην δεν έμαθεν, σκολείον δεν επήεν,
τζιαι μέχρι είκοση χρονών,
τόπον εχτώς που το βουνόν,
με γνώρισεν με είεν.
Μα μιαν ημέραν άνεργος, τζιαι ο Θωμάς εγράφτην,
γιατ’είπαν θα προσλάβουσιν,
στην Εκκλησιάν να βάλουσιν,
άλλον καντηλανάφτην.
Άλλον του είπαν πού ‘πρεπεν, τούν την δουλειάν να μάθει,
τζι’εχτώς τζιερκών ανάμματα,
να ξέρει τζιαι δκυο γράμματα,
για να μπορεί να γράφει.
Να ξέρει τζιαι λοαρκασμόν, να μπόρα λοαρκάζει,
όσην τζιαν έσιει ποστασιά,
πόσα’ν που πιάνν’η Εκκλησιά,
τζιαι πόσα΄ν που ξοδκιάζει.
Μα ο Θωμάς αγράμματος, τζι’ άτεχνος που να πάει!
Έπιαν τσιάρα πορικά,
τζιαι γύριζεν μες τα χωρκά,
τζιαι πούλαν τα να φάει!
Σιγά - σιγά κατάφερεν, μέσα εις το χωρκόν του,
μετά που κάμποσον τζιαιρόν,
τζιαι έκαμεν περίπτερον,
μεγάλον τζιαι δικόν του.
Αρκίνησεν τζιαι έκαμνεν, πιον όνειρα μεγάλα,
τζιαι σε μικρόν διάστημαν,
άννοιξεν τζιαι κατάστημαν,
μεγάλον μες τη Σκάλα.
Μετά που τούτα ο Θωμάς, επήρεν μιάλην φόραν!
Έκαμεν μιάλα βήματα!
Άννοιξεν καταστήματα,
τζιαι Λεμεσόν τζιαι χώραν.
Που το μηδέν ξεκίνησεν, από τα μαύρα χάλια,
τζι’ όμως με πίσμαν προχωρά,
τζι’ έσιει στες τράπεζες τωρά,
έναν σωρόν ριάλια.
Ο τραπεζίτης είπεν του, πόσον ψηλά θα φτάσεις!
Όπως θωρώ τα πράματα,
αν έξερες δκυο γράμματα,
θάσουν σωστός Ωνάσης.
Τζιαι ο Θωμάς εστάθηκεν, με σιέρκα σταυρομένα,
τζι’ αφού, πρώτα εδάκρυσεν,
ύστερα του απάντησεν,
με μμάδκια βουρκωμένα.
Στα σωθικά μου κύριε, μιάλην φωθκιάν ανάφτης!
Γιαυτόν με πιάν τα κλάματα!
Αν έξερα δκυο γράμματα,
θάμουν καντηλανάφτης.
Χαμπής Αχνιώτης