Ο ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗΣ
Σέναν χορκούιν κάποτε, πρίν που καμπόσα χρόνια,
μια νέα τζιοιλιοπόνησεν,
τζι’ έναν μωρόν εγέννησεν,
σιειμώναν μες τα σιόνια.
Οδύνην σκότος τζιαι σπασμούς, οι πόνοι της εφέρναν,
τζι ήταν γραφτόν για να γινεί,
η νέα μας κακόγεννη,
τζιαι να χαθεί στην γένναν.
Τζι΄ο κόσμος τούτου του χωρκού, είπεν θα αναγιώσει,
το ορφανόν μ’έναν σκοπόν,
στην κοινωνίαν άθρωπον,
καλόν να παραδώσει.
Το εβαφτήσαν γλήορα, με νούννον τον μουχτάρην,
από την πρώτην εφτομάν,
τζιαι τ’oνομάσασιν Θωμάν,
τ΄άτυχον παλληκάρην.
Τουν το μωρόν, δεν έμελλεν, σαν τ΄΄άλλα ν΄αναγιώσουν,
γιατ΄είπαν εις την Εκλησιάν,
με καντηλάφτη φορεσιάν,
θα το αφιερώσουν.
Ανάγνωσην δεν έμαθεν, σκολείον δεν επήεν,
τζιαι μέχρι είκοση χρονών,
τόπον εχτώς που το βουνόν,
με γνώρισεν με είεν.
Μα μιαν ημέραν άνεργος, τζιαι ο Θωμάς εγράφτην,
γιατ’είπαν θα προσλάβουσιν,
στην Εκκλησιάν να βάλουσιν,
άλλον καντηλανάφτην.
Άλλον του είπαν πού ‘πρεπεν, τούν την δουλειάν να μάθει,
τζι’εχτώς τζιερκών ανάμματα,
να ξέρει τζιαι δκυο γράμματα,
για να μπορεί να γράφει.
Να ξέρει τζιαι λοαρκασμόν, να μπόρα λοαρκάζει,
όσην τζιαν έσιει ποστασιά,
πόσα’ν που πιάνν’η Εκκλησιά,
τζιαι πόσα΄ν που ξοδκιάζει.
Μα ο Θωμάς αγράμματος, τζι’ άτεχνος που να πάει!
Έπιαν τσιάρα πορικά,
τζιαι γύριζεν μες τα χωρκά,
τζιαι πούλαν τα να φάει!
Σιγά - σιγά κατάφερεν, μέσα εις το χωρκόν του,
μετά που κάμποσον τζιαιρόν,
τζιαι έκαμεν περίπτερον,
μεγάλον τζιαι δικόν του.
Αρκίνησεν τζιαι έκαμνεν, πιον όνειρα μεγάλα,
τζιαι σε μικρόν διάστημαν,
άννοιξεν τζιαι κατάστημαν,
μεγάλον μες τη Σκάλα.
Μετά που τούτα ο Θωμάς, επήρεν μιάλην φόραν!
Έκαμεν μιάλα βήματα!
Άννοιξεν καταστήματα,
τζιαι Λεμεσόν τζιαι χώραν.
Που το μηδέν ξεκίνησεν, από τα μαύρα χάλια,
τζι’ όμως με πίσμαν προχωρά,
τζι’ έσιει στες τράπεζες τωρά,
έναν σωρόν ριάλια.
Ο τραπεζίτης είπεν του, πόσον ψηλά θα φτάσεις!
Όπως θωρώ τα πράματα,
αν έξερες δκυο γράμματα,
θάσουν σωστός Ωνάσης.
Τζιαι ο Θωμάς εστάθηκεν, με σιέρκα σταυρομένα,
τζι’ αφού, πρώτα εδάκρυσεν,
ύστερα του απάντησεν,
με μμάδκια βουρκωμένα.
Στα σωθικά μου κύριε, μιάλην φωθκιάν ανάφτης!
Γιαυτόν με πιάν τα κλάματα!
Αν έξερα δκυο γράμματα,
θάμουν καντηλανάφτης.
Χαμπής Αχνιώτης