αλισβερίσι, το = το παζάρεμα
αλουποτζοίτης, ο = μικρά ξερά αγκάθια που πιάνονται στις σόλες των παπουτσιών, στα πέλματα και το τρίχωμα των ζώων
αμπάλατος, ο = αυτός που δεν ξέρει/καταλαβαίνει τίποτε
αμπλάστρι, το = κατάπλασμα
αμπούστα (Ιτ. busta)=κουτίν
αντακώννω = αρχίζω
Αντελοσσιάζουμαι (ή αντζιελοσσιάζουμαι ή αγγελοσσιάζουμαι) = ξαφνιάζομαι (σε ενεργητική φωνή: αντελοσσιάζω)
απόπατος, ο = η τουαλέττα
αρκοκαυκαρούα, η = άγρια αγκινάρα
Αρμαρόλλα, η = ντουλάπα με πόρτες από γυαλί (εφυλάαν μέσα το γλυκό του κουταλιού και τα καλά τα πιάτα)
αροθυμώ = φοούμαι
αρτυρώ (Τουρ. artmak) = περισσεύκω»
ασκνίθθα, η = η τσουκνίδα
άτζιαπις = άραγε
ατρασhία, η = εδώδιμο αγριόχορτο (όπως το ραδίκι)
αυλατζιά, η = κανάλι από χώμα, που έφτιαχναν κατά μήκος χωραφιών για να ποτίζουν τα φθαρτά, όταν δεν είχαν αρδευτικά συστήματα
βακλώ = χτυπώ τον καρπό του δέντρου με βέργα για να πέσει
βανούκα, η = ε άτε τωρά… λαλούν την τζαι αναθρίκα
βλάγκα = ασφυκτική ζέστη < βλαντζίν < fr. flanc «σωθικά», άρα μάλλον σημαίνει ζέστη που καίει τα σωθικά
βλαντζίν, βλαγκούιν = συκώτι
βολίτζια, τα = οι ξύλινοι δοκοί που στήριζαν τη στέγη
βουννώ = πετάσσω
βουρβουλλάες, οι = είδος καραόλων
γαλάτα = η φτερούγα πουλιού, κοτόπουλου
γαουράγκαθο, το = λέγεται και Χριστάγκαθο, γιατί οταν το κόψεις βγάζει κόκκινο υγρό και οι παλιοί θεωρούσαν ότι βλάστησε κάτω απο το σταυρό του Χριστού, εκεί όπου έπεσαν σταγόνες από το αίμα Του
γιοκλαΐ, το = ο πλάστης
γιουτά (it. aiuto βοήθεια)= βολεύκει λόγω περιστάσεων
γλίντος, ο = το βλίτο
δεισιά, η = το ανάχωμα που εδημιουργούσαν με την τσάππα για να εμποδίσουν το νερό να περάσει μέσα απο συγκεκριμμένο αυλάκι
δικλώ (ελλ. βιγλώ, βιγλίζω) = στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω
Ζαχαρόλλα, η = μικρή κούπα για γλυκά
ζόππος (Ιτ. zoppo = κουτσός) = βλάκας, λειψιμιός
ιγκώννω = στοχεύω
καshανίζω = καίω, καουρτίζω
καζιά, τα = βεντούζες με ποτήρια και αναμμένο οινόπνευμα για το κρυολόγημα
καϊλίζω = δέχομαι
καϊρέττιν, το (Τουρ. gayret)=γλήορα, πιο βιαστικά “κάμνε καϊρέττιν τζιαι αρκήσαμεν”
καλάρω = πείθω
καπαρτίζω (Τουρ. kabartmak) = πρήζουμαι, κορτώννω που περηφάνειαν τζιαι μόστραν
καρίτσαυλος, ο = ο λαιμός του ζώου ή του πουλιού
καρκαλαμιά = το κομμάτι του κοτόπουλου που μεινίσκει άμαν κόψεις ζάμπες, στήθη τζιαι γαλάτες (έτην αλλημιάν), το κυρίως κορμίν
καρκαλιούμαι = κουρκιάζουμαι = γαργαλιέμαι
καρκόλα= το κρεβάτι (η ξύλενη ή μεταλλική βάση)
κατσινιωρος, ο = ο σκορπιός
καττιμέρκα, τα = πίττες από ζυμάρι
καυκαρούα, η = η αγκινάρα
κέφκυρα, η = η τρυπητή κουτάλα
κκεσές (Τούρτζικα kese) =πήλενον δοχείο για γιαούρτιν
κλιάρος, ο = κριάρι
κολάιν, το (Τουρ. kolay = ευκολο)= ευκολία η “πόρτα θέλει λάθκιασμαν, εν κλειει μ’εναν κολάιν”. «Δυσκολευκουμαι να το βιδώσω, ακόμα εν ήβρα το κολάιν του»
κολλίτηρος, ο = το φυτό εκείνο που κολλά πάνω στα ρούχα και δεν βγαίνει με τίποτε
κόπη, η = το εργαλείο με το οποίιο εφούρνιζαν κι εξεφούρνιζαν τα ψωμιά
κόρτα, η (Ισπ. cortar = κόφκω) = η φέτα. “Κόψε μου μιαν κόρταν ψωμί”.
κούελλος, ο = αρνί
κουζούπα, η = ο κορμόςς της κληματαρκάς του αμπελιού
κουλιάζω = σουρώνω
κουμουλιά = ψωμί σε μακρόστενο σχήμα
κουμουλλώνω = παίρνω μιαν έκφραση προσποιητής ανωτερώτητας
κουρουκλίζω = μπερδεύεω
κουρούμπα, η = κουλούμπρα = κουρβούλα (εν λαχανικό πάντως)
κουρτέλλα (Ιτ. coltello)=μασιαίριν
κουρτέλλα (που το κορδέλλα) = το μετρο, που μετρουμε μεγαλες αποστασεις
κουσπί, το = το αγκάθι
κούσπος, ο = αξίνα – αλλά τζιαι κάποιος που δεν είναι πολύυ έξυπνος
κουτσιώ = βρίσκω, πετυχαίνω, με την έννοια του πετυχαίνω τον στόχο. (εκούτσιησα)
κοψιάς=κάτι που χρησιμοποιούν οι ράφτες για να ενώσουν 2 άκρες, κρίκος τζιαι ατζίστριν (hook and eye) στα Τούρτζικα λαλούν το kopça (προφέρεται kopcha)
λαούμι, το = υπόγεια εκσκαφή
λαρτομουστατζιάζω = τρωω πολυ και το ευχαριστιεμαι
λιμιστήρα, η = σπάος
λουβίθκια, τα = ψίχουλλα, μικρά κομματάκια
μαζί, το = χαμηλός αγκαθωτός θάμνος, που χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν τις σαρκές (σαρκά, η = σκληρή σκούπα για την αυλή) και για προσάναμμα στο φούρνο
μαουλούτζιν (που το μάουλον)=μαξιλάριν (τούτον λαλεί το ακόμα ένας φίλος μου που την Σωτήραν Αμμοχώστου)
μαστραππάς (Τουρ. maşrapa)= τσίγγενον ή αλουμινένιον δοχείον νερού με σιέριν
ματσικόρυο, το = άγρια μικρά κρινάκια
μίντζης, ο = ο αδύνατος, λλιόκορμος
μονή, η = το κρεβάτι
μόστρα, η = επίδειξη
μουγγαρίζω = κλαίω σπαρακτικά
μούνγκρα, η = έδεσμα από κουνουπίδι και σινάπι
μουσουτζιάρης, ο = ο ιδιότροπος στο φαΐ
μουχάρκα, τα = είδος καραόλων
μπούκκωμα, το = το πρωινό
νισκιά, η (που το εστία) = το τζάκι μες το σπίτι οπου εμαείρευκεν η γιαγιά
ξινάρι, το = αξίνα
ξυλοπαούρα, η = πολύ κρύος καιρός
όρνιθα, η = κότα
παεντίζω (επίσης πεϊντίζω ή πεεντίζω) = κουμαντάρω
παλάσκα, η = η τσέντα (ειδικά η σχολική)
παουρίζω (Τουρ. bağırmak) = τσιρίζω, φωνάζω
παππούφιν, το = ο πρόλοβος του πουλιού, συνήθως έχει μέσα αχώνευτη τροφήν άμαν το σφάζεις
παραγκώμι = μη κολακευτικό κοσμητικό επίθετο
πατανία, η (Τουρ. & Αραβ. = battaniye) = κουβέρτα
πατσαλοφύτιλος, ο = πασαλοΐτικος = πολύχρωμος και φανταχτερός
πατσιαούρι, το = παλιόρουχο
παττίχα, η (Αραβ. battih b-t-h) = καρπούζι
περιπλοκάϊ, το = η περικοκλάδα
πέρκιμον = μακαρι
πεσιερτίζω (Τουρ. becermek)=μπορώ, κταφέρνω
πητώ = ψεκάζω
πιπίτζιης=ψυντρός, μικρόσωμος
πισσοχόγλαση, η = η κόλαση
πιττίν, το= τίποτε. Τουρκ. bitti=τέλος
ποζάμπι, το = το πάνω μέρος της ζάμπας της κότας
ποΐνα, η = αγροτικές μπότες
ποϊνάρι, το = ίντα μετάφραση να κάμουμε? παντζάκια? το κάτω μέρος του παντελονιού?
ποκλάππι, το = το εξάρτημα της πόρτας που σήκωνε το κλαππί για να ανοίξει η πόρτα
ποντίζω = λερώνομαι απο σταγόνες
ποξιάς, ο = μπόγος
ποτιτσινώνω = ξινίζω τα μούτρα μου, δείχνω αηδία. “Μόλις άκουσεν οτι εμαείρεψα κεφαλάκι εποτιτσίνωσεν”
πουντζίν, το = πορτοφόλι
πουρόροτσος, ο = η ελαφρόπετρα
πουτζιάς=βλάκας, άξεστος
ππάτσια, η = κομμάτα = μπάλωμα
πρότσα= πηρούνι
ρασhί, το = μεγάλος και αγκαθωτός θάμνος
ροθέσι, το = όριο, σύνορο
ροτσολόϊ, το = πολλές πέτρες μαζεμένες
σhίσhι = τέλεια (“σhίσhι ποϊνόραμμα” λαλούν, εννοώντας ότι μια κατάσταση, ρούχο ή ευκαιρία σου έρχεται ή ταιριάζει τέλεια)
σαβραλίκκι = η τρέλλα (ήβρεν με το σάβραλικκι!)
σάκκιμον = σαν να
σαρατζηνός, ο = τα αγκαθωτά φυτά που βλέπουμε να φύονται παντού στην Κύπρο με ένα και μόνο στέλεχος, που φτάνει σχεδόν τα δύο μέτρα
σάτζη, η = μεταλλικό αντικείμενο που έψηναν πίττες από ζυμάρι πάνω στη νισκιά
σεντούτζι, το = μπαούλο αλλά και φέρετρο
σκεμπέ, η: μεγάλη, χοντρή κοιλιά. Τουρκ= işkembe = έντερα και στομάχι ζωου απο Περσικά shikambeh
σπατζιά, η = το φασκόμηλο
στελίφι, το = το στέλεχος των γεωργικών εργαλείων
στρακόττο, το (Ιτ. stracotto = βαρυψημένο)=μεθυσμένος “Ηπια 10 μπυρες τζιαι έγινα στρακόττο”
στρουθούι, το = αγριόχορτο (τηανητό με τ αυκά εν παίζεται!)
στροφτόϋρος, ο = εξάρτημα που δέναν πάνω στο σχοινί του ζώου
συνομπλάστηκα = συναντήθηκα
συνοπαρτζιά, η = παρέα, κλίκκα μάλλον
συντζιέριν, το (Τουρ. = ciğer) = το στομάσιν του πουλιού
σύρμα= το συρτάρι
σχοινιάζω = δένω ζώο κάπου για να βοσκήσει
ταντζιές=τσίκνα (ετηάνισα τζαι εμύρισα ταντζιές)
ταουσhάγκουλο, το = το κυκλάμινο
ταπατζιά, η = το καλαμένιο και αιωρούμενο ράφι, στερεωμένο στην οροφή
τατσιά, η = εργαλείο με το οποίον εσουρώναν διάφορα ζουμιά
τατσίζης, ο (Τουρ. tatsız) = πεισματάρης
τζιαμούζα, η = αγελάδα
τζιεγκιά, η = απότομος πόνος ρευματισμού, σουγλιά
τράουλλος, ο = τράγος
τριόλι, το = σκληρά αγκάθια που κάνουν συνήθως τα γαλατόχορτα (χόρτα που όταν τα κόψεις βγάζουν άσπρο υγρό όπως το γάλα) “Έσhει τριόλια ο κώλος σου τζι εν εβρίσκεις αμάντα?”
τσαέρα (Αγγλ. chair)= καρέκλα
τσάκρα, η = μικρής ισχύος πόμπα? και παγίδα για ποντικούς
τσακρώ = ραγίζω
τσιακκίν (Τουρ. çakı) = μαχαίρι, σουγιάς
τσιάκκος (βλ. τσιακκίν) = έξυπνος, ικανός
τσιμαρώννουμαι = σηκώννω πάνω τα μανίτζια μου
τσούρα, η = κατσίκα
τταζέτικ-ος//η/ο: φρέσκος. Τουρκ. taze=φρέσκο
τυροπούλλα, η= τυρι παρόμοιο με την μοτσαρέλλα που φκαίνει στο πρώτο βράσιμο του γάλακτος στην παρασκευή χαλλουμιού.
φοαρτάς, ο (Τουρ. hovarda) = γενναιόδωρος
φολικάϊ, το = η χολή
φτανός = λεπτός («η πατανία εν φτανή τζιαι ‘ννα ρυάσει το μωρόν»). Επίσης χρησιμοποιείται ως βρισιά, προσβολή («ο Κόκος εν τέλλεια φτανός»), σημαίνει βλάκας
χαντός = βλάκας, παλαβός
Χαρτζί, το = μεγάλο μεταλλικό καζάνι
Χατζημετανώσης (ή Χατζημετανώσας) = τζείνος που αλλάσσει γνώμη εύκολα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου